Φωτογραφία ΙΙ
Ακροβατείς σε σώματα.
Τα μάτια σου λάμπουν. Πού κοιτάς;
και τ' αποστρέφεις. Θα 'ναι μέρες στριμωγμένες.
Τα πάντα όμως ήτανε το σώμα.
Σ' ένα δωμάτιο δίπλα στη θάλασσα
και σ' ένα καφέ χαρισμένο, στη ζάχαρη
στα μανταρίνια, στο λάδι, στο ψωμί, στα χνότα
και σ' ένα κρυφά πληρωμένο δωμάτιο μικρών διακοπών.
Αυτό που μένει
είναι κάτι αγάπες σκασμένες, ίδια καρπούζια
σε περβάζια που βλέπουν στη θάλασσα
κι όλα σου τα σώματα
τα μεταμορφωμένα.
Ίσως και το παιδί που το 'μαθαν ήσυχα να κοιμάται.
[από την ενότητα Ζενερίκ]
___________________________________________
-Μα που πάνε όλοι αυτοί οι νεκροί;
Πού πάνε οι νεκροί όταν πεθαίνουν, μπαμπά;
Τα μάτια του με κοιτάζουν.
Όμορφα μάτια.
Καμιά φορά θέλω κάτι γι' αυτά να γράψω
να τα ρωτήσω γιατί δε μ' αφήνει αυτός ακόμα να καπνίσω.
-Γιατί δε μ' αφήνεις ακόμα να καπνίσω;
Μόνος κάθισα στην καρέκλα του γραφείου
και θύμωνα που δε μ' άφηνε να καπνίσω.
Ανέβαινα στο ταβάνι και γύριζα πίσω στην καρέκλα.
Στο ταβάνι τα ρούχα απλωμένα.
Συναγωνιζόμασταν ποιος κρεμιέται καλύτερα.
[από την ενότητα Μικρού μήκους]
____________________________________________
Στα ερείπιά τους
Ζητάω ένα άλλο στόμα· να με γελά.
Για να πνιγώ.
Για να κρυφτώ στο λάκκο που χρόνια σκάβω.
Γυρίζει ανάποδα ο κόσμος
κι ο λάκκος μοιάζει θάλασσα.
Κρατιέμαι απ' το δικό μου στόμα
αυτό που σε λίγο διάπλατα θ' ανοίξω
για να στριμώξω αέρηδες
να στριμωχτώ στων ξένων τους θυμούς.
Ζητώ τις λέξεις μου
να τις κρατώ απ' το χέρι
να τους δίνω ένα φιλί
σαν γάτες να μου τρίβονται
κι εγώ να τις κρατώ απ' το σβέρκο.
Αύριο
που θα 'ναι πάλι άνθρωποι οι λέξεις μου
το ίδιο θα τους κάνω. -
[από την ενότητα Τίτλοι τέλους]
Κέδρος, 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου