27.9.17

ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ - Αντώνης Φωστιέρης

















Γι' αυτό ερωτεύτηκα τα σπίτια. Και τους ανθρώπους βέβαια
που μοιάζουνε με σπίτια.
Φορώντας πέδιλα μετοικεσίας δεν ταξιδεύουνε
παρά το βλέμμα των παραθυριών ρεμβάζοντας
ως το απέναντι. Κλωσσάνε σιωπή. Και αχνίζουνε
τα σπλάχνα τους συμπόνια για τον ένοικο
που καταρρέει καθώς τα συντηρεί. Ανίδεος
τα οχυρώνει από παντού μα ελεύθερο
γεννοβολάει στις κάμαρες ένα σκουλήκι.
Τα σπίτια είναι κάστρα. Είναι και κύματα
με τοίχους από αφρούς.
Είναι και άγκυρες
που ας λιώνουν στο βυθό κρατήσανε
συνήθειες κιβωτού.
Πολλά είναι τάφοι∙ με εισόδους καλλιμάρμαρες.
Οικογενειακοί. Μόλις βραδιάσει ανάβουν τα καντήλια τους
και συνωθούνται ανάπηρες σκιές
να θυμηθούν σε οθόνη σαλονιού
πως να 'ν' ο απάνω κόσμος.
Τα σπίτια διαθέτουν μαγνητόφωνα
τηλέφωνα κεραιες ενισχυτές
τα σύνεργα μιας προηγμένης πλέον 
μεταφυσικής. Κι απ' την ακρώρεια της ταράτσας στέλνουνε
με κάτοπτρα ηλιακών
στεντόρεια σήματα.
Το τελευταίο ταμ-ταμ προς το υπερπέραν.
Απέξω κλιμακούται η έντασις.
Οδομαχίες χαιρετισμών και κλάξον λεωφόρων.
Εκείνα δεν γνωρίζουν τίποτα. Ψεύδονται ασύστολα
δεν άκουσαν δεν είδαν. Είναι που ενδύονται
την πέτρινη ακαμψία του υπηρέτη - ελπίζοντας
μα ταυτοχρόνως τρέμοντας
του αφέντη τους μια πιθανή απώλεια.
Πιάνουν φιλία με ζώα
και πόες κατοικίδιες. Κυλάει στις φλέβες τους θερμό
νερό των σωληνώσεων. Έχουν καρδιά και βρυχηθμό
καυστήρα.

Ετούτα ξέρω σχετικά. Και αρκέσανε
να ερωτευτώ τα σπίτια έως θανάτου.
Έως του δικού τους του θανάτου βέβαια.
Που ενώ γεμίζουν τρυφερότητα ως απάνω, ουδέποτε
λυγίζουν ή ορρωδούν.
Μα όταν φθάσει η ώρα κι όταν χρειαστεί
με κομπρεσέρ στον κρόταφο κι εξ επαφής
σε σκόνη κρότο κουρνιαχτό τελειώνουνε.
Ή ακέραια,
σαν κυπαρίσσια που έζησαν αιώνες μοναξιά
και άντεξαν,

ένα τσεκούρι αιφνίδιου σεισμού
θα τα τσακίσει.


Από τη συλλογή Η σκέψη ανήκει στο πένθος, 1996.

Δεν υπάρχουν σχόλια: