7.2.13

"τα ποιήματα που αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου" Μάτση Χατζηλαζάρου


Δεν ήτανε ανάγκη βασίλισσα να με κάνεις του Περού.
Ανάγκη ήτανε να σκύψεις από πάνω μου, να δω στα μάτια σου
εκείνα τα δυο φωσάκια. Φωσάκια που λένε ότι είμαι
τ' ονειρεμένο σου νησί στην Ωκεανία, ξωτικό, πρωτόγονο,
ηλιοπλημμυρισμένο, καθάρια γαλάζια τα νερά του,
κι οι βυθοί του ανθόσπαρτοι σαν το πιο γόνιμο χωράφι.




Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου,
τα χέρια σου δυο μικρά τρυφερά καβούρια.




Η νύχτα έπεσε στο πέλαγος - για μενα που είναι η μέρα;
Πού 'ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου,
που 'ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο, πού 'ναι
ο γκιώνης, τα τζιτζίκια, κι οι πέντε μου φωνές;
Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό
λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και 
Aqua Marina.
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να 
πεθάνω όλους τους θανάτους.
Μερικές χορδές μουσικής φθάνουνε για να τρέξουμε
γυμνοπόδαροι μες στη χλόη του Βορρά, για να μετρήσουμε
όλες τις σταγόνες του σώματός μας και για να πλέξουμε
με το 'να χέρι όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας.





Φύλλα με εικόνες (απόσπασμα)

(...)
όταν σταματάει το κυνηγητό
η γυναίκα είναι δέντρο με πουλιά
και τσιρίζουνε μες στα κλαριά της
μετά από ένα ξύπνημα αιφνίδιο
στον κορμό της γραπώνουνται σκαραβαίοι
και στις ρίζες της σβήνουν πυγολαμπίδες

τα πόδια είναι η σφεντόνα του κορμιού πάνω στη γη

εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο απ' το χρώμα
μιας περπατησιάς
περισσότερο κι απ' το μονοπάτι
δίπλα στους φράχτες
κι από τις τρεχάλες του φαύνου
για να κορεστεί μ' ένα σώμα
για να σπαράξει απ' το φόβο
κάτι υπάρχει εδώ περισσότερο απ' τις φαρδιές λουρίδες
ουρανού ή γης ή θάλασσας
γιατί υπάρχει επίσης το κενό
εδώ ακριβώς που παρεμβάλλεις αυτά τα σήματα
έτσι σαν ανάσα
(...)






Άλλο ένα τέτοιο κύμα (απόσπασμα)

(...)
κάποιος σκύβει και λέει

να αισθανθείς την τεράστια κοιλιά μιας γυναίκας
έτσι που τανύζεται και σπρώχνει
τα πόδια ορθάνοιχτα
για να φέρει στον κόσμο ένα παιδί
αγαπάω την τεράστια κοιλιά
της γυναίκας που ξεγεννάει
εσύ λεβέντισσα σπαράζεις δίχως κλάματα
μην τα φοβάσαι τα χέρια μου
ξέρουνε πολλά περισσότερα
απ' ό,τι έμαθε ποτέ το βλέμμα μου
είναι της καρδιάς μου χάδι ν' αγγίζω αυτό που γεννιέται
τα μέλη τα μικροσκοπικά και το κεφαλάκι σουφρωμένα
όμοια με βλαστάρια προτού ξεδιπλωθούνε

η φωνή εκείνου που σκύβει γίνεται όλο και πιο έντονη

να καλή μου  άλλη μια βαθιά ανάσα  τώρα έρχεται το 'πιασα
να έπιασα το πιγούνι του  τι θαυμάσια πλησμονή σ' αυτό το δεμάτι
ζωή  όλο παλμοί και σαλέματα ειν' εδώ  όπως τη φωλιά με τους
νεοσσούς  ξαναβρίσκω το σφυγμό τρεις και τέσσερις φορές παιδί
που ξεπρόβαλες απ' την κοιλιά της μάνας σου ήλιος μες στο αίμα
να 'ναι η ζωή του φλόγα και φως όσο αληθινή είναι και τούτη η
ώρα

ο άνθρωπος καθισμένος πάνω στα βράχια

πρώτα ν' αναδυθούμε
 να νιώσουμε τα πράματα
όπως οδεύουνε χαράζοντας το σύμπαν
ν' ακμάσουν πρώτα
κάθε σάλος που ξεσπάει
φουσκώνει
άλλο ένα τέτοιο κύμα
μες στην ατέρμονη δίνη
ο άνθρωπος με εργαλεία που ξεφυτρώνουνε
στην άκρη των χεριών του
και στην άκρη των χειλιών του
οι λέξεις
(...)






Απόψε πονάω σ' όλες μου τις απογνώσεις
κάνει πολύ κρύο κάτω απ' τη σκιά
της ζωής μου που γέρασε
βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες
είναι πληρωμένοι δολοφόνοι
ας οργανωθεί πια η σφαγή
απ' ό,τι αγαπάω ακόμα






50.000.0000 πεθαμένοι κάθε χρόνο

Είμαστε αλλόκοτες πόρτες λαδωμένες
καλά με εργαλεία ή πράξεις
σαλεύουμε έναν καιρό ανάμεσα γέννας και
θανάτου μεριάζουμε μπρος στο "σκιάς
όναρ" έπειτα ξαναγινόμαστε συντρίμμια
μετέωρου στοχασμού όμως θυμάσαι
κατάκαρδα τη μορφή της Εριφύλης να διαγράφεται
στην ακροθαλασσιά σαν έσκυβε
να μαζέψει ένα κοχύλι ή ένα βότσαλο





Μάτση Χατζηλαζάρου, "Ποήματα 1944-1985", εκδ. Ίκαρος.