21.11.12

"ήθελα λόγια τώρα θέλω χείλη" Αντιόπη Αθανασιάδου



ΤΟΠΟΣ (ΠΡΟΠΑΡΟΞΎΤΟΝΟΣ)

ο ουρανός φωλιάζει σε πολυκατοικίες
ο Απρίλης με όνειρα εισαγγελέα
ανασκαλεύει κόκαλα αντί για ρίζες
κρεματόρια υψώνει η δημοτική αρχή
οι ψυχές δημεύτηκαν απανθρακώθηκαν
καλά τις έκαναν
ήταν σκέτη κοκαϊνη
στην πόλη αυτή γυρνώ
μια γάτα μια πουλί
μα πιο πολύ γκρεμός
μυρίζω θειάφι ψάχνω για δαυλό
δεν καίγομαι για δέντρα που έγιναν φελλοί
μα που αντί για χέρι μου δίνουν ένα ψόφιο βάτραχο
γλώσσες στυπόχαρτα ψεύτικες οδοντοστοιχίες
την πόλη αυτή κόλαση θα την κάνω
κι η κόλαση θα 'ναι ωραίο μέρος μπρος στην πόλη αυτή




FLANERIE

εδώ οι κηδείες γίνοται νύχτα
στα ερημωμένα νεκροταφεία
καντήλια ανάβει το απόσπερο
ο θάνατος μας γέρασε
σε μπιούτι πάρλορ
όπου να 'ναι θα πεθάνει.
δε μας ανήκει.

είχα ένα άγριο ζώο
εμπορεύτηκε
στήνει το αρχαϊκό του
μαγαζάκι παντού
ο ίλιγγός μου φοράει ξένα δέρματα
γράφεται με πολλά ξι
πόσο έχω νοσταλγήσει έναν άνθρωπο γυμνό
θείο δείπνο αντίδωρο κορμιού
στιγμή που ανθίζει
το ασύγκριτο δέρμα ενός βρέφους

σε γραφεία ειρωνικά μαυσωλεία
μιας τέχνης αινιγματικού υπομειδιάματος
σε τοπία υψηλά
όπου αρχαία πουλιά έγραφαν ποιήματα
νομικοί συντάσσουν τη μητέρα εταιρία
έντυπος τάφος ταρίχευσε το ψοφίμι
η σήψη έστω
δήλωνε κάτι που ζει

είχατε ποτέ την επιθυμία να πονέσετε;
θέλω να δω λίγο αίμα
στο χαρτί στο σεντόνι στο χιόνι
θέλω μια γλώσσα βαθιά στο στόμα
να μεταγγίζει λέξεις
να μη βγαίνει το φεγγάρι
ένας λύκος να με προλάβει
να μη γυρίσω το κεφάλι
να ξυπνήσω χλόη
ξεκουκιασμένος μεταξοσκώληκας




ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΣΤΕΡΗΤΙΚΟ

μιλάει μισοσκόταδο
γεννάει σιωπές
το λάλον ύδωρ
μια κουταλιά 160 χαρακτήρων
ολοκαύτωμα φωνηέντων
deadbird cage, atro-city
σκοτώνω αυτές τις λέξεις-κατσαρίδες
μα αυτές μεταμορφώνονται
σε αλγόρυθμους ανάπτυξης
ρυθμούς που δεν πονούν
σε γκρίζες οθόνες
μετανεωτερικοί μονομάχοι
με δέρμα από πίξελ
χύνουν αίμα από ρεύμα
μια γενιά ιδιοφυϊες οκτώ ετών
δολοφονούν τα παραμύθια

η εποχή μηρυκάζει τον εμετό της
ζητάει μιαν Αντιγόνη αστροναύτισσα
να τη θάψει και να μας σώσει




ΑΚΡΟΚΕΡΑΜΟ

τι πλάσμα παράξενο
έχω γίνει
μάτι γουρλωτό
σώμα γαλοπούλας
κόμμωση κόρης αττικής
σκουλαρίκια,
αυτιά δεν έχω

ήμουν το αίνιγμα του κόσμου
η σιωπή μου τσάκιζε κόκαλα
τώρα στην άκρη μιας υδρορροής
μέσ' απ' το στόμα μου
στην πιο φτηνή μορφή του
κυλάει ο χρόνος

υπάρχω αιώνες
μα έχω γίνει ένα αστείο
για ανιστόρητους
κλείνω τα μάτια γυρνώ την πλάτη
τα ξόρκια μου χίλια κομμάτια
κι αυτή η βροχή
η αρχαία μου φίλη θα με σβήσει
το νόημά μου χάθηκε
κανούργιοι μύθοι υφαίνονται
στη στέγη
βλέπω τη γυναίκα-γάτα

η γιγάντια νυχτερίδα
σπρώχνει την Καρυάτιδα
και μένα κάποια νύκτα
θα με ρίξει μια μετα-δράκαινα
από τα κεραμίδια




ΟΙ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΟΙ

Τα πρόσωπά τους
αυγά στρουθοκάμηλου
τα μάτια τους φτυάρια
το στόμα τους
μπαράκι της Μυκόνου
δεν ξέρουν τους Δελφούς
έχουν ένα ταξίμι σκυλάδικο
για κεφάλι
εαυτούς δεν γνωρίζουν
όταν ήμουν σαν αυτούς
ξάπλωνα
λευκά μετατάρσια
νεφρά μεταλλόφωνα
σπονδύλους αυλούς
τριαντάφυλλα πάνθηρες
Ερωτούσα
ήλπιζα σιγή για απάντηση
το βράδυ
με χέρια αναμμένα
στραγγάλιζα γράμματα
λέξεις στην αγχόνη
προστακτικές αυτόχειρες
έσωζα μερικές
τις φιλούσα τις έβαζα
σε κούνιες να μεγαλώσουν
τις θωρούσα ξανά και ξανά
σα μια γλάστρα με ανθό
τώρα τριαντάφυλλο τώρα ιβίσκο




Αντιόπη Αθανασιάδου, "Τέττιξ ο ψιθυριστής", εκδ. Γαβριηλίδης, 2012