Στην πραγματικότητα είχα μαντέψει
τη ζωή σου πολύ πριν την καταθέσεις.
Σχεδόν πριν σε συναντήσω.
Ήξερα τι έκανες παιδί,
πόσο φωτίζονταν το πρόσωπό σου
όταν μέτραγες τ’ αστέρια στις σκεπές.
Πώς επέμεναν τ’ αγκάθια κρυμμένα στο
σκοτάδι της πληγής και στο φέγγος της.
Ήξερα τι σ’ έκανε να τρέχεις στο λεμονοδάσος
και να γελάς βυθισμένος
στο χρυσό σωρό του σταριού.
Τι σ’ έκανε ανεπανόρθωτα να κλαις.
Ήξερα τις Δευτέρες… η πίστη σου χώραγε
σ’ ένα παλιό φθαρμένο πουκάμισο.
Γινόσουν τόσο κοντινός…σαν τον παλμό του τσιγάρου μου.
Και τα Σάββατα μακρινά από τη στάχτη
μια άλλη ακτή μια άλλη απόσταση
απ’ ό,τι μίσησες και σ’ αγάπησε.
Σε φέρνω μπροστά στα μάτια και σε κοιτάζω.
Χωρίς εξομολογήσεις. Χωρίς παρηγοριές.
Και σ’ εγκαταλείπω σ’ ένα μερίδιο αρχαίας φτώχειας
όπως νόθο παιδί και όπως τον ξένο.
Και τώρα ξέρω. Θες να ‘ρθεις να με κρατήσεις
από το χέρι και σιγανά να βαδίσουμε έξω από