η Μαρκ Ρόθκο βάφει έναν πίνακα μπλε
χάραξα σ' ένα φύλλο "αγαπώ"
γυμνή πάντα, μια μοναχή η λέξη
"τώρα θα ζήσω", είπα
με μέλλον εύθραυστο, επίφοβο
"μαμά", ψέλλισα, "είσαι στ' αλήθεια εσύ;"
πορτρέτο ο πόθος στο προσκέφαλο
με στόμα σκύλας έσκουζα στην άδεια κλινική
σπαταλημένα τα φωνήεντα, ηχώ της οχληρή
είπα τις σκιές, είπα τους ανθρώπους - φοβάμαι.
τίμιο, τρομακτικό· μα μια παραδοχή
πλασμένη από πατέρα είμαι, από γιατρό και από ψάλτη.
κούκλα γενναία, βαστάει κάποιον ανδρισμό.
το χέρι που την περιτύλιγε, το χέρι που την έπνιγε
είχα κάτι αλλόκοτο, δέρμα πλαστικό.
ο ουρανός λοιπόν·
ο ουρανός είναι μαβής, κι εγώ τον μελετώ.
μέσα της κλαίει σαβανωμένο ένα μωρό μικρό
τούτο ήταν το πρόσωπο,
τούτα ήταν τα στήθια και τούτη η κοιλιά.
τοτέμ τοτέμ τοτεμισμός
χρυσό το σώμα βάφω, μες στα κόκαλά του κολυμπώ.
της αγάπης τα χρώματα τρίζουν
ένας κλόουν δεν ανήκει εδώ
πετάει τις ζωγραφιές μου μες στον πιτσιλισμένο του ωκεανό.
όλες του κόσμου οι αγιογραφίες
και του ανθρώπου όλες οι ευεργεσίες,
φύλλα που ταξιδεύουν στον μπλε ουρανό
κι εγώ να χασκογελώ.
Ευτυχία Παναγιώτου, "Μαύρη Μωραλίνα", Κέδρος, 2010.