Η αιώρα
Η αιώρα που σε λίκνιζε πλάι στη θάλασσα
δεν ήτανε καράβι.
Ήτανε ίσως ένας κήπος φωτεινός, μεγάλος,
γεμάτος ηλιοτρόπια,
μαργαρίτες κι ηλιοτρόπια,
ήταν ίσως μια εποχή, το καλοκαίρι,
έτσι όπως έρχεται γλιστρώντας πάνω
στα γυμνά κορμιά ωραίων γυναικών,
όμως δεν ήτανε ταξίδι·
τα σχήματα, τα χρώματα,
που αδιάκοπα αλλάζανε,
δεν ήταν χώρες τροπικές αλλ' ένα
μαγικό καλειδοσκόπιο
μες στο μυαλό σου βιδωμένο.
Η αιώρα που σε λίκνισε ως το θάνατο
δεν ήτανε ζωή.
Ήτανε ίσως ένα ερωτικό σπαρτάρισμα,
η προετοιμασία μιας βροχής ή ενός εμβρύου,
ήτανε ίσως μια απόπειρα,
ένα πείραμα ζωής,
όμως δεν ήταν αίμα
ή τουλάχιστον δεν ήταν το δικό σου αίμα.
Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη
Α'
Μπρος στον καθρέφτη, εγώ. Και μέσα στον καθρέφτη, ποιός
είν' αυτός που μου γυρνάει την πλάτη μέσα στον καθρέφτη,
που αρνείται να 'ναι είδωλό μου; Ποιός είν' αυτός που τον
φωνάζω και δεν στρέφεται, που όσο πιο πολύ τον πλησιάζω
τόσο αυτός απομακρύνεται στο βάθος του γυαλιού, προς μια
προοπτική απεριόριστη, άσχετη με τις περιορισμένες διαστά-
σεις του δωματίου μου; Ή μήπως και δεν είναι το δωμάτιό
μου αυτό, αλλά το άυλο σκηνικό ενός ονείρου όπου μέσα του
κινούμαι, πρόσωπο ανύπαρκτο, σύμβολο αξεδιάλυτο αυτού
του ονείρου που κάποιος άλλος βλέπει και θα σβήσω μόλις
αυτός ξυπνήσει;
ΙΑ'
Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να
ναυαγήσεις, πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυάγησαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα τους
σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ' ένα
κουπάκι του καφέ, σ' ένα κουτάλι του γλυκού... Ας είναι
γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται, ας είναι
γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.
Καλειδοσκόπιο
στ'
Μετά από τόσες φορές
Που μέτρησα και ξαναμέτρησα τα δάχτυλά μου
Συνεχίζω να επιμένω
Ότι δεν είναι μόνο δέκα
ιδ'
Όσο περνούν τα χρόνια
Μεγαλώνουν οι κλειδαρότρυπες
Μικραίνουνε οι πόρτες
ιθ'
Μην κλαις
Δεν είναι τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Η ζωή είναι
Θα περάσει
Αργύρης Χιόνης
Η αιώρα που σε λίκνιζε πλάι στη θάλασσα
δεν ήτανε καράβι.
Ήτανε ίσως ένας κήπος φωτεινός, μεγάλος,
γεμάτος ηλιοτρόπια,
μαργαρίτες κι ηλιοτρόπια,
ήταν ίσως μια εποχή, το καλοκαίρι,
έτσι όπως έρχεται γλιστρώντας πάνω
στα γυμνά κορμιά ωραίων γυναικών,
όμως δεν ήτανε ταξίδι·
τα σχήματα, τα χρώματα,
που αδιάκοπα αλλάζανε,
δεν ήταν χώρες τροπικές αλλ' ένα
μαγικό καλειδοσκόπιο
μες στο μυαλό σου βιδωμένο.
Η αιώρα που σε λίκνισε ως το θάνατο
δεν ήτανε ζωή.
Ήτανε ίσως ένα ερωτικό σπαρτάρισμα,
η προετοιμασία μιας βροχής ή ενός εμβρύου,
ήτανε ίσως μια απόπειρα,
ένα πείραμα ζωής,
όμως δεν ήταν αίμα
ή τουλάχιστον δεν ήταν το δικό σου αίμα.
Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη
Α'
Μπρος στον καθρέφτη, εγώ. Και μέσα στον καθρέφτη, ποιός
είν' αυτός που μου γυρνάει την πλάτη μέσα στον καθρέφτη,
που αρνείται να 'ναι είδωλό μου; Ποιός είν' αυτός που τον
φωνάζω και δεν στρέφεται, που όσο πιο πολύ τον πλησιάζω
τόσο αυτός απομακρύνεται στο βάθος του γυαλιού, προς μια
προοπτική απεριόριστη, άσχετη με τις περιορισμένες διαστά-
σεις του δωματίου μου; Ή μήπως και δεν είναι το δωμάτιό
μου αυτό, αλλά το άυλο σκηνικό ενός ονείρου όπου μέσα του
κινούμαι, πρόσωπο ανύπαρκτο, σύμβολο αξεδιάλυτο αυτού
του ονείρου που κάποιος άλλος βλέπει και θα σβήσω μόλις
αυτός ξυπνήσει;
ΙΑ'
Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να
ναυαγήσεις, πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυάγησαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα τους
σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ' ένα
κουπάκι του καφέ, σ' ένα κουτάλι του γλυκού... Ας είναι
γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται, ας είναι
γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.
Καλειδοσκόπιο
στ'
Μετά από τόσες φορές
Που μέτρησα και ξαναμέτρησα τα δάχτυλά μου
Συνεχίζω να επιμένω
Ότι δεν είναι μόνο δέκα
ιδ'
Όσο περνούν τα χρόνια
Μεγαλώνουν οι κλειδαρότρυπες
Μικραίνουνε οι πόρτες
ιθ'
Μην κλαις
Δεν είναι τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Η ζωή είναι
Θα περάσει
Αργύρης Χιόνης