12.9.12

Us - Anne Sexton

I was wrapped in black
fur and white fur and
you undid me and then
you placed me in gold light
and then you crowned me,
while snow fell outside
the door in diagonal darts.
While a ten-inch snow
came down like stars
in small calcium fragments,
we were in our own bodies
(that room that will bury us)
and you were in my body
(that room that will outlive us)
and at first I rubbed your 
feet dry with a towel
because I was your slave
and then you called me princess.
Princess!


Oh then
I stood up in my gold skin
and I beat down the psalms
and I beat down the clothes
and you undid the bridle
and you undid the reins
and I undid the buttons,
the bones, the confusions,
the New England postcards,
the January ten o’clock night,
and we rose up like wheat,
acre after acre of gold,
and we harvested,
we harvested.

Eμάς (μετάφραση: Ευτυχία Παναγιώτου)

Ήμουνα τυλιγμένη σε μια 
γούνα μαύρη και μια γούνα άσπρη και
με ξεγύμνωσες μετά
με τοποθέτησες σ' ένα χρυσό φως
και μετά με έστεψες,
ενώ το χιόνι έπεφτε έξω
απ' την πόρτα σε διαγώνια βέλη.
Καθώς το χιόνι, είκοσι πέντε εκατοστά,
προσγειωνόταν σαν τ' αστέρια
σε μικρές ασβεστώδεις νιφάδες,
ήμασταν μέσα στο ίδιο μας το σώμα
(τούτο το δωμάτιο που θα μας θάψει)
και ήσουν μέσα στο σώμα μου
(τούτο το δωμάτιο που και μετά από μας θα ζει)
και στην αρχή σου έτριψα
τα πόδια με μια πετσέτα, να στεγνώσουν
γιατί ήμουν η σκλάβα σου
και τότε με είπες πριγκίπισσα.
Πριγκίπισσα!

Ω! Τότε
σηκώθηκα όρθια  μες στο χρυσό μου δέρμα
και ξέσκισα τους ψαλμούς
και ξέσκισα τα ρούχα
και ξήλωσες το χαλινάρι
και ξήλωσες τα ηνία
και ξήλωσα τα κουμπιά,
τα οστά, τις συγχύσεις,
τις καρτ-ποστάλ της Νέας Αγγλίας,
τον Ιανουάριο στις δέκα το βράδυ
και ανθίσαμε σαν το σιτάρι,
στρέμμα το στρέμμα από χρυσάφι
και θερίσαμε,
θερίσαμε.