17.11.13

Γιώργος Σαραντάρης, "Γιατί τον είχαμε λησμονήσει..."

ΑΓΑΠΑΩ ΤΟΝ ΥΠΝΟ...

Αγαπάω τον ύπνο
γιατί κι αυτός αγαπάει την ψυχή μου
και μου σκεπάζει τα μάτια
με τα λουλούδια που θέλω

13.5.1934
_________________________________________

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η αποσταμένη πολιτεία της αγαθής μας ηλικίας
σαν μια μητέρα ή μια μεγαλύτερη αδελφή
ακόμα αυταπατάται·
νομίζει πως θα ζυγώσουμε ξανά τα σύνορά της
Και με τη μελιχρή ντροπαλή φωνή της
γλυκιά σαν μια ανέπαφη ανάμνηση
μας ικετεύει
Πιστεύει πως εύκολος ανεκτός είναι ο γυρισμός
ήδη μας βλέπει φτάνοντας στους κόλπους της
και ξανανιώνει παρανοεί τα παλαιά μας δάκρυα

Ιούλης του 1934
_________________________________________

ΣΧΕΔΙΟ

Δωμάτιο. Περιγραφή δωματίου (Τίποτα τίποτα στην περιγραφή
σαν το δωμάτιο να είταν απόλυτα άδειο).
Οι δυο νέοι που κουβεντιάζουν. Η κουβέντα τους - πρόκειται 
για Χριστιανισμό -.
Ο νέος, ο τύπος του. Όμοια για τη νέα. Ο νέος θα ήθελε τώρα
απλώς να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Δεν μπορεί, τον εμποδίζει
η κουβέντα και προπάντων το προαίσθημα, πως η χειρονομία
του θα παρεξηγηθεί, θ' αποδοθεί στον πόθο.

Μάρτης του 1936
_________________________________________

ΑΠΛΩΣΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ

Άπλωσε μπροστά μου σαν ποτάμι
Λύσε τα μέλη σου τ' αρμονικά

Ω, το χιονόνερο
Το αβρό σου σώμα
Μέσα στη φούχτα μου
Στο στόμα μου
Και στα μηλίγγια!

21.4.1936
_________________________________________

ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΝΗΣΤΙΚΟΣ...

Να κοιμάσαι νηστικός σε μια σοφίτα
Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού
Να γίνεσαι σκουπίδι
Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα
Θα σηκώσω το γιακά
Για να φύγω σαν ένας ληστής
Από το δικό μου σπίτι
Θα κοιμηθώ στους δρόμους
Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία
Να τουρτουρίζει μαζί μου
Στο παλτό μου έχω ένα λεκέ
Αλλά είναι καιρό που δεν τον βλέπω
Θα το ξαπλώσω χάμω
Και θα στρωθώ πάνω του
Να πιω λίγη βραδιά
Στη γωνιά του έρημου κήπου
Θα αιστανθώ τη σελήνη
Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε
Στη ζωή μου
Θα την αιστανθώ στα χείλη μου
Σαν ένα αχλάδι
Στα μάγουλα
Σαν άλλα μάγουλα

24.6.1937
_________________________________________

ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΙΗΤΕΣ...

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
Και στη σκόνη του καιρού
Σημαίνει πως φοβούμαστε
Και η ζωή μας έγινε ξένη
Ο θάνατος βραχνάς

23.4.1938
_________________________________________

ΒΓΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ...

Βγήκαμε στο δάσος, νομίζοντας πως πηγαίναμε για έρωτα,
έστω κι αν δεν τ' ομολογήσαμε στον εαυτό μας.
Περπατήσαμε αρκετήν ώρα, και βρήκαμε στη χλόη την πίστη,
που μαζέψαμε με τα δόντια από χάμω. Σαν να είμασταν
σκυλιά που πιάσανε ένα κόκκαλο, και το κρατάνε σφιχτά.
Έτσι γυρίσαμε στην πόλη, τρέχοντας, έκθαμβοι λαχανιασμένοι.
Ο πόθος μας άναβε να διαλαλήσουμε την ανακάλυψή μας.

7.7.1938
_________________________________________

ΓΥΜΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Γυμνές γυναίκες μας έλεγαν λόγια κωμικά, πως δηλαδή δεν
υπάρχει έρωτας. Αλλά εμείς είχαμε ξαπλωθεί κι ανάμεσα στα
στήθια τους περιμέναμε μονάχα ο ουρανός να μας σηκώσει. Δεν
ξέραμε άλλη τροφή, δεν θυμούμαστε ένα χορτάρι πιο τρυφερό
και πιο εύοσμο από το δέρμα μιας γυναίκας.

28.7.1938
_________________________________________

ΕΧΩ ΔΕΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ...

Έχω δει τον ουρανό με τα μάτια μου
Με τα μάτια μου άνοιξα τα μάτια του
Με τη γλώσσα μου μίλησε
Γίναμε αδερφοί και κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε
Σαν να είταν ο καιρός όλος μπροστά μας

Και θυμάμαι τον ήλιο που γελούσε

Που γελούσε και δάκρυζε θυμάμαι

20-24.9.1939
_________________________________________

ΜΙΛΩ

Μιλώ γιατί υπάρχει ένα ουρανός που με ακούει
Μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου
Και δεν υπάρχει θάλασσα δεν υπάρχει χώρα
Όπου τα μάτια σου δεν μιλούν

Τα μάτια σου μιλούν κι εγώ χορεύω
Λίγη δροσιά μιλούν κι εγώ χορεύω
Λίγη χλόη πατούν τα πόδια μου
Ο άνεμος φυσά που μας ακούει

8.12.1939



Γιώργος Σαραντάρης, Γιατί τον είχαμε λησμονήσει, Ανθολόγηση, εκδ. Τυπωθήτω, 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια: