11.2.13

"Όλοι γύρισαν. Μόνον οι ποιητές έμειναν για πάντα εκεί" Τάσος Λειβαδίτης

Μια μικρή ανθολόγηση του πιο αγαπημένου μου ποιητή.
Ένα γλυκό μπέρδεμα, η σειρά των ποιημάτων τυχαία, απρογραμμάτιστη.
Όπως είναι αυτονόητο, εδώ παρατίθεται μόνο ένα πολύ μικρό δείγμα των ποιημάτων που με άγγιξαν πιο βαθιά από άλλα.


Νυχτερινά προνόμια (απόσπασμα)

Ίσως αυτή η αγάπη μας για τη ζωή είναι που μας έκανε να τα
χάσουμε όλα
τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με τοπία του φεγγαριού
δεν έχουμε παρά μόνο μια παιδική ηλικία μέσα στον αναπόφευκτο
κόσμο
ύστερα όλα τελειώνουν-πού να πας; η νύχτα σκέπασε την πόλη,
τα χρόνια άλλαξαν
κι αυτοί που θα μπορούσαν να σ' αναγνωρίσουν πέθαναν ή άλλαξαν
κι αυτοί
οι νεκροί κρατούν μικρά μπουκέτα σε κήπους που ξεχάσαμε
οι φερετροποιοί έχουν κι αυτοί καμιά φορά χαρούμενες σκέψεις
οι μεγάλοι δεν ξέρουν παρά ένα παραμύθι για όλα τα βράδια
οι ζητιάνοι πανάρχαιοι μνηστήρες των εκκλησιών
συχνά κάθομαι στη σκάλα και κοιτάζω το πεπρωμένο
κανείς δεν πιστεύει αυτά που βλέπω, τα γράφω κι εγώ και τα
ταχυδρομώ στους μεταγενέστερους
μα όταν ένας άνθρωπος στο δρόμο γυρίσει και σε κοιτάξει με πόνο η
μισή ανθρωπότητα έχει σωθεί
ή νοσταλγώ ένα ρόδο κι είμαι έτοιμος να πεθάνω για να το βρω -

Βιολέτες για μια εποχή (Κάτω απ' τον ίδιο αστερισμό)




Ο Διάβολος με το Κηροπήγιο, Γ' (απόσπασμα)

Καμιά φορά εκεί που μιλάω, λύνομαι, ξαφνικά, στα γέλια
γιατί εγώ πέθανα δώδεκα χρονών. Θυμάμαι, με λεπτομέρειες, την κηδεία,
ο πατέρας έπινε, η μητέρα θρηνούσε, ο μεγάλος αδερφός είχε πάει στον
κινηματογράφο
κι εγώ, κακομοιριασμένος, μες στο φέρετρό μου, συλλογιζόμουν το βρα-
δινό οικογενειακό συμβούλιο
και την άσεμνη στάση που μας είχαν βρει με τoν ξάδερφό μου.

Γι' αυτό, σας λέω, να μπορούσε να σηκώσει κανείς, μια νύχτα, όλη τη λη-
σμονιά
απ' τα φτωχά καπέλλα, να ζήσει τρώγοντας τις γάζες στους παλιούς
σταθμούς,
να φτιάξει μια πολυθρόνα για τα εγκαταλελειμμένα μήλα,
ή να κλάψει τόσο που να κουδουνίσει, ξανά, το μικρό ρολογάδικο του παπ-
πού - και πες στους φίλους μας
που έχασαν την αιωνιότητα, μονάχα εκείνοι που έπαψαν να τη θυμούνται...

Τώρα, οι κρεμασμένοι ανεβαίνουν με το ασανσέρ, κανείς δεν τους προσέ-
χει, κι η γριά ψαρεύει μες στις φακές της
παλιούς πνιγμένους. Και, καμμιά φορά, κάποιος αργοπορημένος, τη
νύχτα, βλεπει μέσα σ' ένα ξεκοιλιασμένο σκυλί
τις περγαμηνές με τους τίτλους μας.


Ο Διάβολος με το Κηροπήγιο





O Διάβολος με το Κηροπήγιο, Δ' (απόσπασμα)

Αφήστε με, λοιπόν, μπορώ να πεθάνω το ίδιο καλά και χωρίς εξεγέρσεις,
η υγρασία έκανε κατοχή στην πόλη, κι οι ψευδομάρτυρες απλώνουν το χέρι
τους στη φωτιά
σα να πετάνε ένα ευαγγέλιο. Κι όλα τα σχέδια για τη μεγάλη απόδραση
κλεισμένα σ' ένα μικρό άχρηστο κουτί,
έτσι που αν το άνοιγαν δε θαβρισκαν παρά λίγο χιόνι από έναν αξέχαστο,
παιδικό περίπατο -
με τέτοιες απάτες επιζεί κανείς!

Ήταν ένα αξέχαστο δειλινό, ακουμπισμένος στους βιβλικούς μαστούς
της χοντρο-Τερέζας
διάβαζα Ντοστογιέφσκυ - ονειρευόμουν ένα θάνατο όλο αφέλεια, ή να
πονέσω τόσο πολύ
που ο Θεός να υπάρξει, κρατούσα την ασετυλίνη στην είσοδο του επαρ-
χιακού θεάτρου,
μα η τραγουδίστρια είχε χάσει τη φωνή της κι έψαχνε κάτω απ' τις κα-
ρέκλες,
ήμουν ένας νάνος σε μεγέθυνση, ένας ευνούχος που κολυμπάει μες στον
καθρέφτη,
αλκοολικός γιατί έτσι θέλησαν, όπως πετάνε ένα έμβρυο μες στο οινό-
πνευμα,
ενώ οι συνταξιδιώτες μου καπνίζουν, ανύποπτοι, την πίπα τους
σαν ένας ήρεμος εφιάλτης.

Κι ύστερα, κάθε φορά που κάποιος μπαίνει στη ζωή σου,
είναι σα να σου παίρνει μια ακόμα βελόνα γραμμόφωνου, ώσπου, τελικά,
πρέπει να τραγουδήσεις μόνος σου...


Ο Διάβολος με το Κηροπήγιο






Λυκόφως
Κάποτε θα σου διηγηθούν όλες τις λεπτομέρειες της ζωής σου,
αλλά εσύ δε θα τις γνωρίζεις, κι άλλοτε σε μια πάροδο ή σ' ένα
καφενείο βλέπεις πρόσωπα για πρώτη φορά κι όμως νιώθεις ότι
έζησες πολύν καιρό μαζί τους, σε ποιάν άλλη ζωή τάχα ή στη
μοναξιά του φθινοπώρου ή μες στ' όνειρο για έναν κόσμο ωραιότερο
- μην παραξενευόσαστε λοιπόν που έμεινα τόσο νέος: εγώ δεν είχα
ιστορία, όπως και τα πιο ωραία λόγια που τα βρίσκουμε όταν είναι
πλέον αργά

κι αυτές οι πορφυρές ανταύγειες του δειλινού στο βάθος σαν τις
πυρκαγιές σε μια παλιά χαμένη εξέγερση, τι έγινε; κανείς δεν
επέζησε να μαρτυρήσει - δίκαιη ώρα του λυκόφωτος, όταν πλανιό-
μαστε σε προκυμαίες ή ουρανούς, ώρα που σταματάμε άξαφνα στη
σκάλα και κοιτάζουμε το αινιγματικό παρελθόν, ενώ από κάπου
ακούγεται μια μελωδία παιδική ξεχασμένη σαν ένας άγγελος που
έχασε το δρόμο του -

ζούμε σ' ένα ανεξιχνίαστο όνειρο απ' όπου δε θα βγούμε παρά για
ν' αγκαλιάσουμε, σαν μόνη εξήγηση, τη σιωπή...


Βιολέτες για μια εποχή (Σκιές από μακρινά φώτα)




Αντίο

Κάποτε μια νύχτα θ' ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να
περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα 'χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρί-
τες απ' τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πώς έζησα, κουρασμένος από τόσους χειμώ-
νες
τόσα τρένα που δε σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώ-
θηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ' την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
απ' αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε
έξω
όπως απόψε σε τούτο το έρημο τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
τους νεκρούς μου φίλους.

Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα
δε θα γραφτούν ποτέ...


Βιολέτες για μια εποχή (Σκιές από μακρινά φώτα)




Ίνα πληρωθή το ρηθέν...(απόσπασμα)


Ήμουν τόσο λυπημένος,
που οι άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό, άρχιζα
τότε να τραγουδάω κι εγώ
για να μην καταλάβουν οι γείτονες, έτσι απέκτησα τη
φήμη ξένοιαστου ανθρώπου
εξάλλου ο ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό
το ηλίθιο φάντασμα
μιας παλιάς ευτυχίας, και καμιά φορά η μητέρα με ρωτούσε
δακρυσμένη "γιατί σ' αρέσει να ταπεινώνεσαι;"
"θέλω να καταλάβω, μητέρα".

Και κάθε τόσο απ' το μεγάλο ρολόι του τοίχου
ακούγονταν οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων
στο ίδιο σπίτι μέναμε πολλοί:
ο γέρος με το φλάουτο
ένας τρελός χωρίς ηλικία
ένα φάντασμα απ' την Οδησσό
εγώ με τα χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον
ουρανό -
τ' απογεύματα κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω
ν' ανάβουν ένα ένα τ' άστρα
έτσι έμαθα την πικρή μοίρα των θνητών.

Μεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν
πραγματοποιηθήκατε ποτέ
όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος
στη ματαιότητα, ενώ η μητέρα
κλειδωνόταν στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά -
νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί, όμως εγώ ήξερα ότι
είχαν περάσει τα χρόνια
κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν ποτέ
κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας.

Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα




Οι κινήσεις των άστρων (απόσπασμα)



Ώσπου τελικά η ζωή μας γίνεται τόσο απόμακρη όσο κι
η άλλη ζωή
κι άλλοτε ξεφύλλιζα παλιούς σιδηροδρομικούς οδηγούς
μήπως βρω κάπου να πάω
ω μικρά σιωπηλά ξενοδοχεία, όπου στους διαδρόμους σας
συνάντησα εκείνο το απροσδιόριστο πρόσωπο, "δε με
τρομάζεις, του λέω - σε ξέρω από άλλες, πιο
δύσκολες νύχτες", έτσι τον ξεσκέπασα
και συχνά ναυάγησα για ν' αλλάξω λίγο αναμνήσεις
ή προσπάθησα από μια χίμαιρα να φτιάξω ένα ολόκληρο
πεπρωμένο.
Τώρα αν θυμάμαι κάτι είναι κάποια όνειρα που έκανα
ακουμπισμένος στον ωκεανό ή κάποιες ταπεινώσεις
που τέλειωσαν με τα πιο υπέροχα δάκρυα και συχνά
έκλεισα τα μάτια για να περάσω ένα δρόμο -
έτσι σώθηκα.

Κι όταν κάποτε χτύπησαν την πόρτα εγώ έλειπα, όπως
πάντα τις πιο ωραίες στιγμές μου. "Όχι, δε μένει
κανείς εδώ" είπα.
Κι ήταν η μόνη αλήθεια που έλεγα.


Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα




Διαπιστώσεις

Οι ονειροπόλοι στέκονται πάντα στην άκρη γιατί
μόνον από κει θα περάσει
οι φτωχοί που τους ελεούν προσφέρουν μεγαλόψυχα τον
εαυτό τους


οι λέξεις μεγαλώνουν μέσα σε βράδια λησμονιάς
γυναίκες σιδερώνουν τα ξένα ασπρόρουχα κι ύστερα
πηγαίνουν στην πόρτα και κλαίνε
κι αυτός που κάνει έναν μεγάλο κύκλο πριν πάει στο
σπίτι του, γιατί δε θέλει ακόμα να το παραδε-
χτεί - όχι, μη με ρωτάς, τίποτα δε θα επανορθωθεί
παιδιά έρημα που φεύγουν αθόρυβα απ' την παιδική
ηλικία
ανέμελα πουλιά που βρίσκονται έναν ολόκληρο χρόνο
σε άδεια
τ' αγάλματα έχουν κι αυτά τις μελαγχολικές τους
ώρες
ποιήματα - κλειδιά για την τρέλα ή τον ουρανό
η φήμη - αυτό το σφαγείο
ονειρεύομαι ένα νοσοκομείο για τ' άρρωστα παραμύθια,
κύκνους μες στα καπέλα των καταδίκων, δάφνες
για νικημένους
εμείς οι ξεχασμένοι που μας αρκεί ένα χαμόγελο για
να περάσουμε τα σύνορα του κόσμου.
Αντίο, αντίο...Τίποτα δε θα επανορθωθεί...


Ο τυφλός με το λύχνο(Διανυκτέρευση)




Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια (απόσπασμα)

Τέλος, όταν ύστερ' απ' τον έρωτα,
ξανασμίγαν, μέναν για ώρα αμίλητοι, ακούγοντας μακριά την
πόλη να βουίζει ακαθόριστα, σα να κουρντίζαν τα
όργανά τους
χιλιάδες τυφλοί. Για ποιά παράσταση άραγε! Μια πόλη
ανάμεσα στις χιλιάδες πόλεις της γης, με τα σπίτια, τους
δρόμους, τα μνημεία της
με τους πλανόδιους οργανοπαίχτες, τα νεκροταφεία, τους
τρελλούς της
μ' αυτούς που τρέχουν πίσω απ' το ψωμί, και με τους άλλους
που τρέχουν
πίσω απ' τα όνειρα, μ' εκείνους που σωπαίνουν, εκείνους που
αναβάλλουν, αυτούς που προδίνουν
με τους πελώριους, επιβλητικούς ναούς της και τα μικρά,
απόμερα καπηλιά
σαν ξεχασμένες, θαμπές γωνιές ενός ταπεινού παραδείσου
με τους γυμνούς της, τους ρουφιάνους, τους εγωιστές, τους
συμβολαιογράφους της
με τα δάκρυα και τις μεγάλες αποφάσεις της νύχτας,
με τα χαμόγελα και τους μικροσυμβιβασμούς της μέρας-
μια πόλη καταποντισμένη μες στη σκόνη και τη σύγχυση και
τα φώτα και τα όνειρα.


Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια




Εις μνήμην

Κάποτε θα πάρουμε ένα γράμμα, θα 'ναι από
μιαν άλλη εποχή, θα το ακουμπήσουμε στο τραπέζι α-
μήχανοι, θα σκεφτούμε πόσο είμαστε ακόμα ξένοι, οι
λέξεις θα 'χουν γίνει φαντάσματα, στο δρόμο θα βρί-
σκεις καμιά φορά ένα επισκεπτήριο αλλά δε θα 'χουμε
μνήμη, τα καφενεία άδεια σαν τοπία του υπερπέραν -
και μόνον εγώ, τότε, ο τρελός θα σηκωθώ και θα φω-
νάξω: "σύντροφοι", σαν ν' απαντάω στην ατέλειωτη
αυτή σιωπή...
Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο - με τα
μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις.


Ο τυφλός με τον λύχνο