28.11.13

Αλλού πετσόκοβαν το φεγγάρι μ' ασημένια μαχαιροπίρουνα



























Άνοιξε ένα μπουκάλι φως κι 
άνοιξα ένα σαρκοβόρο κοχύλι

Λίγο μετά γεννήθηκε ένα λυσσασμένο περίστροφο
το μικρό σκυλί

................................................................

[Το παράπονο της επίτοκης]

Κυοφορώ έναν κόσμο
δακρυσμένο μια γιαγιά υφαντό
και μια τεμαχισμένη μάνα
το ένα το πόδι της κρέμεται στον λαιμό μου
τ΄άλλο το χέρι της θηλάζω μη με
παραδώσει στον μασκοφόρο
με τις χειρουργικές λαβίδες

[δεν κατανόησα ποτέ
τούτο το αλλόκοτο φετίχ με τα ψαλίδια]



Από την ενότητα "Τετράχορδος Φορέ", Άγρυπνες αντιλόπες, εκδ. Μανδραγόρας, 2013.

artworks από εδώ

21.11.13

Γεωργία Τριανταφυλλίδου, "Δικαίωμα προσδοκίας"










ΠΑΡΑΛΙΑΚΑ

Νεόδμητο πάθος αφόρητο
με πουλιά και γυαλιά και μέταλλα.
Πότε κελαηδισμός
πότε καθρέφτισμα περαστικό.
Και πότε ατσάλινος πανικός
όταν οι μηχανές των σωμάτων δουλεύουν ασταμάτητα
αγκομαχώντας ν' ανεβάσουν τα φορτία των ορέξεων.
(Κόκκινοι, μπλε γερανοί αδειάζουν ατελείωτα
στο λιμάνι της πόλης.)
Τότε
νεόδμητο πάθος μου αφόρητο
υψώνεσαι κεντρικά
σα να μη συμβαίνει τίποτε
σα μικρά πλουμιστά ψαροκάικα
κυλούν αδιάφορα, κυλούν ατάραχα
στο μέσον μιας πυρετικής διαδικασίας.
______________________________________________

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Μέσα στο μεσημέρι
κι ενώ οι άνθρωποι τσούγκριζαν τα ποτήρια
χωρίς να υποψιάζονται το τεράστιο κενό που χωρίζει
όσους πίνουν το τσίπουρό τους με γλυκάνισο
από τους σκέτους άλλους,
ενώ η θάλασσα ήταν τόσο κοντά
που φτύνοντας λόγια όλο και ξέφευγαν μπλε πιτσιλιές
στα πιάτα,
ενώ τίποτε δεν προμηνούσε
πως ο λαχειοπώλης θα τους παρακάμψει
-μια θορυβώδη μάζωξη τυχαίων-
κι ενώ η χώρα φιλιόταν σα για θάνατο
με κάτι επίμονους πολιτικούς στα πρωτοσέλιδα,
εκείνος
πήρε τα μάτια του από πάνω της.

(Τις κόγχες, υποθέτω, τις χαρίζει)
______________________________________________

ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ

Έρωτας είναι μια σταθερή βλέψη.
Όταν ο άλλος φεύγει δεξιά-αριστερά
τρυπώνει τη μια και την άλλη ξετρυπώνει
βγάζει τα μυωπικά γυαλιά και βάζει του ηλίου
αφήνει τη μυρωδιά του στο χαρτί
κι έπειτα καίει τα χαρτιά του έν' απόγευμα,
εσύ στέκεις πάντα μπροστά από τη γυρισμένη πλάτη του
κι όλο φυσάς τ' αποκαΐδια καταπάνω σου.
______________________________________________

CAMEL ΜΑΥΡΟ

Ψηλαφώντας αισθάνεται κανείς
στο εσωτερικό των μηρών του
ένα σκληρό, ευαίσθητο κορδόνι.
Ήταν το αυλάκι που κυλούσε η απόλαυση
τώρα φραγμένο από το θρόμβο του δευτεριάτικου 
πρωινού.

Ενός πρωινού δίχως αίμα στα μάγουλα
και άβαφων στην αρχή παπουτσιών
με σκληρά, αναίσθητα κορδόνια.
______________________________________________

ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

Ξεφούρνιζαν άσπρα στρογγυλά ψωμιά
σαν αχνιστές πανσελήνους.
Έβαζαν τα ψωμιά σε ρηχά πανέρια
κι απ' τα πανέρια περίσσευαν
όπως όταν θέλω να φύγω πολύ.



Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Δικαίωμα προσδοκίας, εκδ. Άγρα, 2008.

artwork: Tom Benkendorff

Άτιτλο σημείωμα καληνύχτας







































(απόσπασμα)

Σε αναπολώ
διχάζοντας τη γη
σμικρύνοντας τα ήδη μικροσκοπικά άστρα
σαλεύοντας με τα άλλα ερπετά
στην υγρασία μιας τοιχογραφίας

Με εμφυτεύουν μέσα σου
-κύτταρο ολοζώντανο- να σε θεραπεύσω
Αγωνίζομαι να σε μεταλλάξω σε αστερισμό
για να φωτίζεις τις πρωτεύουσες που δεν υπήρξαμε ποτέ
τις σταγόνες που υπήρξαμε
το στόμα που μετέλαβε το χέρι σου
τα άκρα που έχουν συνθλιβεί
από το περπάτημα σε ψηφιακούς λαβυρίνθους

(...)

Επινοώ συμπλέγματα γλυπτών πολεμιστών
ή μυθικών τεράτων
να κατασχέσω το άρωμά σου
και τις πολιτείες που βυθίζονται
όταν χαμηλώνεις το βλέμμα
Τις πολιτείες που ασφυκτιούν στριμωγμένες
ανάμεσα στα ζωτικά μου όργανα



Χαρά Ναούμ, Άγρυπνες αντιλόπες, εκδ. Μανδραγόρας, 2013, σελ. 48-49.

20.11.13

Πέντε δέκα δεκαπέντε [ένα παιδικό παιχνίδι]







(απόσπασμα)

Άλλοτε οι συρμοί αντιστέκονται
οι ράγες παριστάνουν τις τρελές
κι αν δεις τα τζάμια είναι θολά
μέσα ο κόσμος ξεφυλλίζει εφημερίδες
διαβάζοντας καρκινικά όσα δεν θα γραφτούν ποτέ
Μα δεν προσφέρεται ταξίδι
Οι κήποι στέκονται αγέρωχοι
μέσα στα σπίτια μόνο εκεί
Ώσπου να ξεφυτρώσει μια θεσπέσια ανεμώνη
και κατατρομαγμένοι πέφτουμε στα γόνατα
κλαίγοντας κάποιον που έφυγε γι' αλλού
Άλλο από εκείνα τα αυτοσχέδια καλύβια
δε μου απέμεινε μ' ολόκληρα τα μέλη του



Χαρά Ναούμ, Άγρυπνες Αντιλόπες, εκδ. Μανδραγόρας, 2013, σελ. 41.

19.11.13

Στον εραστή-πορτρέτο που έσβηνα και ξανάσβηνα και





Ποιός θα με πείσει
πως οι άστεγοι
                               και τα ανέστια σ' αγαπώ που ξημεροβραδιάζονται
                                                    λίγο πιο έξω απ' το δεξιό σου κοχλία
προτού αποδημήσουν
γίνονται

-έστω για δευτερόλεπτα-

άγριες αντιλόπες




Χαρά Ναούμ, Άγρυπνες αντιλόπες, εκδ. Μανδραγόρας, 2013, σελ. 47


17.11.13

Γιώργος Σαραντάρης, "Γιατί τον είχαμε λησμονήσει..."

ΑΓΑΠΑΩ ΤΟΝ ΥΠΝΟ...

Αγαπάω τον ύπνο
γιατί κι αυτός αγαπάει την ψυχή μου
και μου σκεπάζει τα μάτια
με τα λουλούδια που θέλω

13.5.1934
_________________________________________

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η αποσταμένη πολιτεία της αγαθής μας ηλικίας
σαν μια μητέρα ή μια μεγαλύτερη αδελφή
ακόμα αυταπατάται·
νομίζει πως θα ζυγώσουμε ξανά τα σύνορά της
Και με τη μελιχρή ντροπαλή φωνή της
γλυκιά σαν μια ανέπαφη ανάμνηση
μας ικετεύει
Πιστεύει πως εύκολος ανεκτός είναι ο γυρισμός
ήδη μας βλέπει φτάνοντας στους κόλπους της
και ξανανιώνει παρανοεί τα παλαιά μας δάκρυα

Ιούλης του 1934
_________________________________________

ΣΧΕΔΙΟ

Δωμάτιο. Περιγραφή δωματίου (Τίποτα τίποτα στην περιγραφή
σαν το δωμάτιο να είταν απόλυτα άδειο).
Οι δυο νέοι που κουβεντιάζουν. Η κουβέντα τους - πρόκειται 
για Χριστιανισμό -.
Ο νέος, ο τύπος του. Όμοια για τη νέα. Ο νέος θα ήθελε τώρα
απλώς να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Δεν μπορεί, τον εμποδίζει
η κουβέντα και προπάντων το προαίσθημα, πως η χειρονομία
του θα παρεξηγηθεί, θ' αποδοθεί στον πόθο.

Μάρτης του 1936
_________________________________________

ΑΠΛΩΣΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ

Άπλωσε μπροστά μου σαν ποτάμι
Λύσε τα μέλη σου τ' αρμονικά

Ω, το χιονόνερο
Το αβρό σου σώμα
Μέσα στη φούχτα μου
Στο στόμα μου
Και στα μηλίγγια!

21.4.1936
_________________________________________

ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΝΗΣΤΙΚΟΣ...

Να κοιμάσαι νηστικός σε μια σοφίτα
Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού
Να γίνεσαι σκουπίδι
Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα
Θα σηκώσω το γιακά
Για να φύγω σαν ένας ληστής
Από το δικό μου σπίτι
Θα κοιμηθώ στους δρόμους
Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία
Να τουρτουρίζει μαζί μου
Στο παλτό μου έχω ένα λεκέ
Αλλά είναι καιρό που δεν τον βλέπω
Θα το ξαπλώσω χάμω
Και θα στρωθώ πάνω του
Να πιω λίγη βραδιά
Στη γωνιά του έρημου κήπου
Θα αιστανθώ τη σελήνη
Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε
Στη ζωή μου
Θα την αιστανθώ στα χείλη μου
Σαν ένα αχλάδι
Στα μάγουλα
Σαν άλλα μάγουλα

24.6.1937
_________________________________________

ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΙΗΤΕΣ...

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
Και στη σκόνη του καιρού
Σημαίνει πως φοβούμαστε
Και η ζωή μας έγινε ξένη
Ο θάνατος βραχνάς

23.4.1938
_________________________________________

ΒΓΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ...

Βγήκαμε στο δάσος, νομίζοντας πως πηγαίναμε για έρωτα,
έστω κι αν δεν τ' ομολογήσαμε στον εαυτό μας.
Περπατήσαμε αρκετήν ώρα, και βρήκαμε στη χλόη την πίστη,
που μαζέψαμε με τα δόντια από χάμω. Σαν να είμασταν
σκυλιά που πιάσανε ένα κόκκαλο, και το κρατάνε σφιχτά.
Έτσι γυρίσαμε στην πόλη, τρέχοντας, έκθαμβοι λαχανιασμένοι.
Ο πόθος μας άναβε να διαλαλήσουμε την ανακάλυψή μας.

7.7.1938
_________________________________________

ΓΥΜΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Γυμνές γυναίκες μας έλεγαν λόγια κωμικά, πως δηλαδή δεν
υπάρχει έρωτας. Αλλά εμείς είχαμε ξαπλωθεί κι ανάμεσα στα
στήθια τους περιμέναμε μονάχα ο ουρανός να μας σηκώσει. Δεν
ξέραμε άλλη τροφή, δεν θυμούμαστε ένα χορτάρι πιο τρυφερό
και πιο εύοσμο από το δέρμα μιας γυναίκας.

28.7.1938
_________________________________________

ΕΧΩ ΔΕΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ...

Έχω δει τον ουρανό με τα μάτια μου
Με τα μάτια μου άνοιξα τα μάτια του
Με τη γλώσσα μου μίλησε
Γίναμε αδερφοί και κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε
Σαν να είταν ο καιρός όλος μπροστά μας

Και θυμάμαι τον ήλιο που γελούσε

Που γελούσε και δάκρυζε θυμάμαι

20-24.9.1939
_________________________________________

ΜΙΛΩ

Μιλώ γιατί υπάρχει ένα ουρανός που με ακούει
Μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου
Και δεν υπάρχει θάλασσα δεν υπάρχει χώρα
Όπου τα μάτια σου δεν μιλούν

Τα μάτια σου μιλούν κι εγώ χορεύω
Λίγη δροσιά μιλούν κι εγώ χορεύω
Λίγη χλόη πατούν τα πόδια μου
Ο άνεμος φυσά που μας ακούει

8.12.1939



Γιώργος Σαραντάρης, Γιατί τον είχαμε λησμονήσει, Ανθολόγηση, εκδ. Τυπωθήτω, 2002.