8.12.13

Ελένη Μαρινάκη - Σε ξένο ουρανό, 2011

Την Ελένη Μαρινάκη γνωρίζω χρόνια μέσα από την ποίησή της. Κρητικιά, Χανιώτισσα εκείνη, Κρητικιά, Ρεθεμνιώτισσα εγώ. Πρόσφατα μου έκανε την τιμή να γίνει φίλη μου. Πιστεύω ανέκαθεν ότι πρόκειται για μια σπουδαία ποιήτρια με σημαντικό έργο. Γραφή με ιδιαίτερο εσωτερικό ρυθμό, λιτή, χαμηλόφωνη, αρκούντως ατμοσφαιρική. Δεν υπάρχει τίποτε το περιττό σε αυτήν την ποίηση, τα στολίδια που δεν νοηματοδοτούν τίποτα και απλώς διακοσμούν έναν κενό χώρο (/λόγο) δεν τα συναντούμε στα βιβλία της. 
Πριν κάποιους μήνες, ανάρτησα 3 ποιήματά της από το τελευταίο της βιβλίο "Ο χρόνος τότε", Γαβριηλίδης, 2013. Ξαναδιαβάζοντας προηγούμενα έργα της, ένιωσα την ανάγκη να μοιραστώ μαζί σας κάποια ποιήματα -τα αγαπημένα μου- από την προηγούμενη ποιητική της συλλογή "Σε ξένο ουρανό", Ερατώ 2011. 








ΦΤΗΝΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑ

Έρχεται πάλι
η σκιά
επίμονη ζητιάνα
για το τάλιρο
έρπις που σέρνεται
στο δέρμα
πρόβατο που
βελάζει στη χαράδρα
και τρέμει
το σχοινί.

Έρχεται πάλι
η σκιά
αρχαίο ορυκτό
φτηνό μετάλλευμα
του χρόνου
πληγή που
οξειδώνεται.

Σφυρί καρφώνει
τις στοές
καίει το στήθος
δυναμίτης.

Έρχεται πάλι
η σκιά
άλογο του Πικάσο
ξέφρενο
στόμα ανοιχτό
του πυρετού
γλώσσα φιδιού
και δόντι λύκου.

Γυαλίζει ύποπτα
το βράδυ
χοάνη καταπίνει
όνειρα·

τα βγάζει το
πρωί
πνιγμένα.

(Οκτώβριος 2008)
_________________________________________

ΣΠΑΤΑΛΗ

Γράφω ένα ποίημα
με το μολύβι
με το δάχτυλο
με την καρδιά μου.

Για να το ξεριζώσω
έπειτα
να το αφήσω
να χτυπά ελεύθερο
τους στίχους του·

ήσυχα να μετρά
τα δευτερόλεπτα
του χρόνου
που έχω
σπαταλήσει.

(Ιανουάριος 2007-Ιανουάριος 2009)
_________________________________________

ΜΙΚΡΟ ΑΛΩΝΙ

Τι κάνω
στη ζωή μου
και μικραίνει;

Από παντού
κόβεται κάτι
αλλάζει τροχιά
η γραμμή
της παλάμης
δεν προσφέρεται
για εγκάρδιους
χαιρετισμούς.

Γίνανε μονοπάτια
οι δρόμοι
ανοίγουν προς
τα μέσα
τα παράθυρα
κρύβουν τα
εύκρατα τοπία.

Σε κύκλο βηματίζω
κάθε μέρα
μικρό αλώνι
η αυλή μου.

Μυρίζουν τα
εσπεριδοειδή
από μακριά·
δε φτάνουν
ως εκεί
τα χέρια μου
κι η θάλασσα
δεν έχει άμμο
στις πλαγιές της
μυτερές πέτρες
πληγώνουν
το νερό.
Από τα βάθη
ως την επιφάνεια
άξενος τόπος.

Δεν αναγνωρίζω πια
τ' αμφίβια
καλοκαίρια μου.

(Φεβρουάριος 2008)
_________________________________________

ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ

Όμως η ποίηση
είναι ένα άλλοθι
για να ζω.

Αλλιώς
πώς θα κοιτάζω
τα καράβια.

Εκδρομές
εκδράμω
φεύγω.

Στάζει
ο ασπρισμένος
ουρανός
γεμίζουν βάλτους
τα ταξίδια μου.

Χλωμές οι μέρες
τρέμουν
κρυώνω στη φωνή.

Ξεχνώ στις σκάλες
τα παπούτσια μου
και τώρα
πώς θα πάω σπίτι.

Έχω ένα ποίημα
στα σπάργανα·
μικρό πουλάκι
στον ανθό.

Ανοίγει η θάλασσα
παλιές ορθογραφίες
δε βγάζω άκρη
με τα ονόματα.
Κάθε φωνήεν
με τρυπά.

Σχίζονται κρόσσια
τα χαρτιά μου
ξεχνώ το μάθημα.

Γράφει ο δάσκαλος
στους τοίχους
όλα μου τα λάθη,
θα μάθει ο κόσμος
πως κρυώνω.

Φορώ στα γρήγορα
τα χρόνια από τότε
με μάλλινα περνάει
ο καιρός
η ιστορία τυπώνει
υπονοούμενα
στους χάρτες
αλλάζει τις χρονολογίες
παίζει τυφλόμυγα.

Τρέχει ο Μανώλης
στην αυλή
μου δίνει ένα τόπι·
είναι, μου λέει,
το φεγγάρι.

Το κρατώ
και ιδρώνει.
Λιγοστεύει
η καμπύλη του
στα χέρια μου.

Σε λίγες μέρες
γίνεται άφαντο.

(Μάρτιος - Σεπτέμβριος 2008)
_________________________________________

ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

3
Της νύχτας
επιτύμβιο
η σελήνη

αλλάζει
κάθε βράδυ
επιγράμματα.

(Αύγουστος 2008)
_________________________________________

ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
"Άξιον Εστί"· Τα πάθη, Ε'

1
Ας είναι
στερεμένο
το ποτάμι.

Όταν περνώ,
έρχεται
ως το δρόμο
το νερό
και με γυρεύει.

2
Νύχτα ανεβαίνω
στα βουνά

χώμα, χαλίκι
τρώει
τις στροφές.

Πίσω απ' τα
βάτα
ανοίγει στόμα
ο γκρεμός.

3
Πικρή υγρασία·
μυρωδιά
από σχίνα.

Απόψε
μεταγγίζονται
στο σώμα μου
παλιά σκοτάδια.

4
Δέντρα μου
σκονισμένα
καλοκαίρια·

απάνω,
τα κλωνάρια σας
στάζουνε δρόσο.

5
Σχισμή της
νύχτας, σιωπή·

μόνο τριζόνια
και βατράχια
ακούγονται·

Εικονοστάσια
αφύλακτα
ψάλλουνε τους
πεσμένους.

6
Κρυφά ωριμάζουν
τα βουνά.
Με σιωπή υφαίνουν
τα κλαδιά τους

μέσα σε βάλτους
κοιμούνται
οι μικροί γυρίνοι.

Αύριο
θα ξυπνήσουν
βασιλόπουλα.

(Αύγουστος 2008)



Ελένη Μαρινάκη, "Σε ξένο ουρανό", εκδ. Ερατώ, 2011.


artworks by Gerhard Lietz






28.11.13

Αλλού πετσόκοβαν το φεγγάρι μ' ασημένια μαχαιροπίρουνα



























Άνοιξε ένα μπουκάλι φως κι 
άνοιξα ένα σαρκοβόρο κοχύλι

Λίγο μετά γεννήθηκε ένα λυσσασμένο περίστροφο
το μικρό σκυλί

................................................................

[Το παράπονο της επίτοκης]

Κυοφορώ έναν κόσμο
δακρυσμένο μια γιαγιά υφαντό
και μια τεμαχισμένη μάνα
το ένα το πόδι της κρέμεται στον λαιμό μου
τ΄άλλο το χέρι της θηλάζω μη με
παραδώσει στον μασκοφόρο
με τις χειρουργικές λαβίδες

[δεν κατανόησα ποτέ
τούτο το αλλόκοτο φετίχ με τα ψαλίδια]



Από την ενότητα "Τετράχορδος Φορέ", Άγρυπνες αντιλόπες, εκδ. Μανδραγόρας, 2013.

artworks από εδώ

21.11.13

Γεωργία Τριανταφυλλίδου, "Δικαίωμα προσδοκίας"










ΠΑΡΑΛΙΑΚΑ

Νεόδμητο πάθος αφόρητο
με πουλιά και γυαλιά και μέταλλα.
Πότε κελαηδισμός
πότε καθρέφτισμα περαστικό.
Και πότε ατσάλινος πανικός
όταν οι μηχανές των σωμάτων δουλεύουν ασταμάτητα
αγκομαχώντας ν' ανεβάσουν τα φορτία των ορέξεων.
(Κόκκινοι, μπλε γερανοί αδειάζουν ατελείωτα
στο λιμάνι της πόλης.)
Τότε
νεόδμητο πάθος μου αφόρητο
υψώνεσαι κεντρικά
σα να μη συμβαίνει τίποτε
σα μικρά πλουμιστά ψαροκάικα
κυλούν αδιάφορα, κυλούν ατάραχα
στο μέσον μιας πυρετικής διαδικασίας.
______________________________________________

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Μέσα στο μεσημέρι
κι ενώ οι άνθρωποι τσούγκριζαν τα ποτήρια
χωρίς να υποψιάζονται το τεράστιο κενό που χωρίζει
όσους πίνουν το τσίπουρό τους με γλυκάνισο
από τους σκέτους άλλους,
ενώ η θάλασσα ήταν τόσο κοντά
που φτύνοντας λόγια όλο και ξέφευγαν μπλε πιτσιλιές
στα πιάτα,
ενώ τίποτε δεν προμηνούσε
πως ο λαχειοπώλης θα τους παρακάμψει
-μια θορυβώδη μάζωξη τυχαίων-
κι ενώ η χώρα φιλιόταν σα για θάνατο
με κάτι επίμονους πολιτικούς στα πρωτοσέλιδα,
εκείνος
πήρε τα μάτια του από πάνω της.

(Τις κόγχες, υποθέτω, τις χαρίζει)
______________________________________________

ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ

Έρωτας είναι μια σταθερή βλέψη.
Όταν ο άλλος φεύγει δεξιά-αριστερά
τρυπώνει τη μια και την άλλη ξετρυπώνει
βγάζει τα μυωπικά γυαλιά και βάζει του ηλίου
αφήνει τη μυρωδιά του στο χαρτί
κι έπειτα καίει τα χαρτιά του έν' απόγευμα,
εσύ στέκεις πάντα μπροστά από τη γυρισμένη πλάτη του
κι όλο φυσάς τ' αποκαΐδια καταπάνω σου.
______________________________________________

CAMEL ΜΑΥΡΟ

Ψηλαφώντας αισθάνεται κανείς
στο εσωτερικό των μηρών του
ένα σκληρό, ευαίσθητο κορδόνι.
Ήταν το αυλάκι που κυλούσε η απόλαυση
τώρα φραγμένο από το θρόμβο του δευτεριάτικου 
πρωινού.

Ενός πρωινού δίχως αίμα στα μάγουλα
και άβαφων στην αρχή παπουτσιών
με σκληρά, αναίσθητα κορδόνια.
______________________________________________

ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

Ξεφούρνιζαν άσπρα στρογγυλά ψωμιά
σαν αχνιστές πανσελήνους.
Έβαζαν τα ψωμιά σε ρηχά πανέρια
κι απ' τα πανέρια περίσσευαν
όπως όταν θέλω να φύγω πολύ.



Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Δικαίωμα προσδοκίας, εκδ. Άγρα, 2008.

artwork: Tom Benkendorff

Άτιτλο σημείωμα καληνύχτας







































(απόσπασμα)

Σε αναπολώ
διχάζοντας τη γη
σμικρύνοντας τα ήδη μικροσκοπικά άστρα
σαλεύοντας με τα άλλα ερπετά
στην υγρασία μιας τοιχογραφίας

Με εμφυτεύουν μέσα σου
-κύτταρο ολοζώντανο- να σε θεραπεύσω
Αγωνίζομαι να σε μεταλλάξω σε αστερισμό
για να φωτίζεις τις πρωτεύουσες που δεν υπήρξαμε ποτέ
τις σταγόνες που υπήρξαμε
το στόμα που μετέλαβε το χέρι σου
τα άκρα που έχουν συνθλιβεί
από το περπάτημα σε ψηφιακούς λαβυρίνθους

(...)

Επινοώ συμπλέγματα γλυπτών πολεμιστών
ή μυθικών τεράτων
να κατασχέσω το άρωμά σου
και τις πολιτείες που βυθίζονται
όταν χαμηλώνεις το βλέμμα
Τις πολιτείες που ασφυκτιούν στριμωγμένες
ανάμεσα στα ζωτικά μου όργανα



Χαρά Ναούμ, Άγρυπνες αντιλόπες, εκδ. Μανδραγόρας, 2013, σελ. 48-49.

20.11.13

Πέντε δέκα δεκαπέντε [ένα παιδικό παιχνίδι]







(απόσπασμα)

Άλλοτε οι συρμοί αντιστέκονται
οι ράγες παριστάνουν τις τρελές
κι αν δεις τα τζάμια είναι θολά
μέσα ο κόσμος ξεφυλλίζει εφημερίδες
διαβάζοντας καρκινικά όσα δεν θα γραφτούν ποτέ
Μα δεν προσφέρεται ταξίδι
Οι κήποι στέκονται αγέρωχοι
μέσα στα σπίτια μόνο εκεί
Ώσπου να ξεφυτρώσει μια θεσπέσια ανεμώνη
και κατατρομαγμένοι πέφτουμε στα γόνατα
κλαίγοντας κάποιον που έφυγε γι' αλλού
Άλλο από εκείνα τα αυτοσχέδια καλύβια
δε μου απέμεινε μ' ολόκληρα τα μέλη του



Χαρά Ναούμ, Άγρυπνες Αντιλόπες, εκδ. Μανδραγόρας, 2013, σελ. 41.

19.11.13

Στον εραστή-πορτρέτο που έσβηνα και ξανάσβηνα και





Ποιός θα με πείσει
πως οι άστεγοι
                               και τα ανέστια σ' αγαπώ που ξημεροβραδιάζονται
                                                    λίγο πιο έξω απ' το δεξιό σου κοχλία
προτού αποδημήσουν
γίνονται

-έστω για δευτερόλεπτα-

άγριες αντιλόπες




Χαρά Ναούμ, Άγρυπνες αντιλόπες, εκδ. Μανδραγόρας, 2013, σελ. 47


17.11.13

Γιώργος Σαραντάρης, "Γιατί τον είχαμε λησμονήσει..."

ΑΓΑΠΑΩ ΤΟΝ ΥΠΝΟ...

Αγαπάω τον ύπνο
γιατί κι αυτός αγαπάει την ψυχή μου
και μου σκεπάζει τα μάτια
με τα λουλούδια που θέλω

13.5.1934
_________________________________________

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η αποσταμένη πολιτεία της αγαθής μας ηλικίας
σαν μια μητέρα ή μια μεγαλύτερη αδελφή
ακόμα αυταπατάται·
νομίζει πως θα ζυγώσουμε ξανά τα σύνορά της
Και με τη μελιχρή ντροπαλή φωνή της
γλυκιά σαν μια ανέπαφη ανάμνηση
μας ικετεύει
Πιστεύει πως εύκολος ανεκτός είναι ο γυρισμός
ήδη μας βλέπει φτάνοντας στους κόλπους της
και ξανανιώνει παρανοεί τα παλαιά μας δάκρυα

Ιούλης του 1934
_________________________________________

ΣΧΕΔΙΟ

Δωμάτιο. Περιγραφή δωματίου (Τίποτα τίποτα στην περιγραφή
σαν το δωμάτιο να είταν απόλυτα άδειο).
Οι δυο νέοι που κουβεντιάζουν. Η κουβέντα τους - πρόκειται 
για Χριστιανισμό -.
Ο νέος, ο τύπος του. Όμοια για τη νέα. Ο νέος θα ήθελε τώρα
απλώς να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Δεν μπορεί, τον εμποδίζει
η κουβέντα και προπάντων το προαίσθημα, πως η χειρονομία
του θα παρεξηγηθεί, θ' αποδοθεί στον πόθο.

Μάρτης του 1936
_________________________________________

ΑΠΛΩΣΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ

Άπλωσε μπροστά μου σαν ποτάμι
Λύσε τα μέλη σου τ' αρμονικά

Ω, το χιονόνερο
Το αβρό σου σώμα
Μέσα στη φούχτα μου
Στο στόμα μου
Και στα μηλίγγια!

21.4.1936
_________________________________________

ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΝΗΣΤΙΚΟΣ...

Να κοιμάσαι νηστικός σε μια σοφίτα
Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού
Να γίνεσαι σκουπίδι
Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα
Θα σηκώσω το γιακά
Για να φύγω σαν ένας ληστής
Από το δικό μου σπίτι
Θα κοιμηθώ στους δρόμους
Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία
Να τουρτουρίζει μαζί μου
Στο παλτό μου έχω ένα λεκέ
Αλλά είναι καιρό που δεν τον βλέπω
Θα το ξαπλώσω χάμω
Και θα στρωθώ πάνω του
Να πιω λίγη βραδιά
Στη γωνιά του έρημου κήπου
Θα αιστανθώ τη σελήνη
Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε
Στη ζωή μου
Θα την αιστανθώ στα χείλη μου
Σαν ένα αχλάδι
Στα μάγουλα
Σαν άλλα μάγουλα

24.6.1937
_________________________________________

ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΙΗΤΕΣ...

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
Και στη σκόνη του καιρού
Σημαίνει πως φοβούμαστε
Και η ζωή μας έγινε ξένη
Ο θάνατος βραχνάς

23.4.1938
_________________________________________

ΒΓΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ...

Βγήκαμε στο δάσος, νομίζοντας πως πηγαίναμε για έρωτα,
έστω κι αν δεν τ' ομολογήσαμε στον εαυτό μας.
Περπατήσαμε αρκετήν ώρα, και βρήκαμε στη χλόη την πίστη,
που μαζέψαμε με τα δόντια από χάμω. Σαν να είμασταν
σκυλιά που πιάσανε ένα κόκκαλο, και το κρατάνε σφιχτά.
Έτσι γυρίσαμε στην πόλη, τρέχοντας, έκθαμβοι λαχανιασμένοι.
Ο πόθος μας άναβε να διαλαλήσουμε την ανακάλυψή μας.

7.7.1938
_________________________________________

ΓΥΜΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Γυμνές γυναίκες μας έλεγαν λόγια κωμικά, πως δηλαδή δεν
υπάρχει έρωτας. Αλλά εμείς είχαμε ξαπλωθεί κι ανάμεσα στα
στήθια τους περιμέναμε μονάχα ο ουρανός να μας σηκώσει. Δεν
ξέραμε άλλη τροφή, δεν θυμούμαστε ένα χορτάρι πιο τρυφερό
και πιο εύοσμο από το δέρμα μιας γυναίκας.

28.7.1938
_________________________________________

ΕΧΩ ΔΕΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ...

Έχω δει τον ουρανό με τα μάτια μου
Με τα μάτια μου άνοιξα τα μάτια του
Με τη γλώσσα μου μίλησε
Γίναμε αδερφοί και κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε
Σαν να είταν ο καιρός όλος μπροστά μας

Και θυμάμαι τον ήλιο που γελούσε

Που γελούσε και δάκρυζε θυμάμαι

20-24.9.1939
_________________________________________

ΜΙΛΩ

Μιλώ γιατί υπάρχει ένα ουρανός που με ακούει
Μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου
Και δεν υπάρχει θάλασσα δεν υπάρχει χώρα
Όπου τα μάτια σου δεν μιλούν

Τα μάτια σου μιλούν κι εγώ χορεύω
Λίγη δροσιά μιλούν κι εγώ χορεύω
Λίγη χλόη πατούν τα πόδια μου
Ο άνεμος φυσά που μας ακούει

8.12.1939



Γιώργος Σαραντάρης, Γιατί τον είχαμε λησμονήσει, Ανθολόγηση, εκδ. Τυπωθήτω, 2002.

28.10.13

κάποια πανσέληνος με έκλειψη που χάσαμε






Σήμερα έχει θέση εξέχουσα 
το ρόδι μήνα Οκτώβρη 
τα φύλλα αποδημητικά της πανσελήνου 
Και το θλιμμένο βλέμμα αγοριού 
αδέξια φυτρωμένο 
στο ενήλικο 
ωραίο σου φύλλωμα



Χ.Ν.

21.10.13

Γιάννης Βαρβέρης, "Ζώα στα σύννεφα"





















Τα βράδια οι ύαινες 
μαζεύονται όλες στη φωλιά
της πιο παλιάς
και στο Θεό προσεύχονται
σαν Ιταλοί μαφιόζοι

Σαν Ιταλοί μαφιόζοι το πρωί
πίνουν οι ύαινες καφέ όλες μαζί
αμίλητες και μελαγχολικές
χωρίς ένα χαμόγελο χωρίς μια καλημέρα
και φεύγουνε ξανά
για το κυνήγι του θανάτου.

________________________________________________________

Αν είναι όπως το λένε
η φύση τόσο δυνατή
δε θα πρεπε
η τσάντα της κυρίας
να γίνει πάλι φίδι
και να φύγει;

________________________________________________________

Μια τίγρις το ΄σκασε από τσίρκο
κι έπινε τώρα ήσυχη το εσπρεσάκι της
με το μπισκότο
στα Ηλύσια Πεδία.
Βλέμμα κανένα πάνω της
αλλά κι αυτή, κυρία.
Πήρε και μεσημέριαζε:
-Αυτός είναι πολιτισμός, είπε θλιμμένα.
Όταν κανείς δεν τρώει
ό,τι του αναλογεί.

________________________________________________________

Το πιο βασανισμένο αμφίβιο
είναι το κύμα
της ακτής.

________________________________________________________

Μην ακούτε τα περί λέοντος

Στη ζούγκλα κάθε μήνα βασιλεύει
κι άλλο ζώο - à tour de role
που λέει κι η γαλλόφωνη αλεπού.
Δεν έχει εδώ κινήματα
Επτά επί Θήβας
Ετεοκλή και Πολυνείκη.
Η ζούγκλα είναι πιο ήσυχη
όσο μικρότερο είν' το ζώο που βασιλεύει.
Δεν ξέρετε ας πούμε
πόσο χαίρεται η τίγρις
και παύει κάθε υπνωτικό στην επικράτεια
την ώρα που θα δώσει τη σκυτάλη
στο μυρμήγκι.

________________________________________________________

Αυτός ο πιγκουίνος 
που περπατά περίλυπος
στους δρόμους της Στοκχόλμης
με την επίσημη στολή
τα ρούχα που φοράει
διάσχισε ηπείρους επειδή
νόμισε πως θα έπαιρνε κι αυτός
ένα βραβείο Νόμπελ.
Ήτανε, βέβαια, ένας πιγκουίνος ποιητής.




Γιάννης Βαρβέρης, "Ζώα στα σύννεφα", εκδ. Κέδρος, 2013.

16.10.13

Ευτέρπη Κωσταρέλη, "Βερντάντι"







ΑΝΟΧΗ

Σπασμένη μοιάζει η ραχοκοκαλιά
των ονείρων μου
καθώς τ' αστέρια παλεύουν
να στολίσουν με αισιοδοξία
το κέντημα του αύριο.
Θυμάμαι είχα γεννηθεί
υγιές παιδί
με νου χορτάτο από ταξίδια
και ψυχή εύκολη στο "πλανάσθαι".
Μα κάπου ίσως χτύπησα
κι η μνήμη φύλαξε
την αίσθηση του πόνου.
Το σώμα κράτησε το σημάδι
κείνης της συνάντησης.
Έπαψα να πιστεύω στις σεισμικές δονήσεις.
Και απ' όνειρα κράτησα
τα μόνα ανεχτά,
τα περιτυλίγματα της μετριότητας.








ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ

Ι
Ο χρονισμός κάθε τοκετού
συναισθημάτων
δεν αποθηκεύεται
στις προβολές της ζωής.
Θα αυτοσχεδιάζει πάντα
η κυοφορούσα
για να περισώσει
την επιτιμητική αγάπη.
Κι αν ψάχνεις σε θερμοκοιτίδες
θα ανταμώνεις
μονάχα πρόωρες αγάπες.





ΥΠΑΡΧΕΙΣ;

"Σκοπός της ζωής μας είναι
το σεσημασμένο δέρας της υπάρξεώς μας"
Α. Εμπειρίκος

Το νόημα του πρωινού
κατάπιε λαίμαργα
η φλυαρία προβλέψεων.
Ξεψυχισμένες νότες παρόντος
ήχησαν σαν την κούπα του καφέ
που γλίστρησε από τα χέρια
ταράζοντας τη νοσηρή ονειροπόληση.
Κεράτινη επικάλυψη των αποφάσεων
η αμφιβόλου υγείας φιλοδοξία
χαρτογραφεί σκοπούς
ή σκοπιμότητες;
Να νιώθεις ξεχωριστός
Να εστιάζεις μίλια μακριά απ' τη θνητότητα
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ψευδαίσθηση...




Ευτέρπη Κωσταρέλη, "Βερντάντι", εκδ. Μανδραγόρας, 2013

Φωτογραφίες από εδώ

Πέτρος Γκολίτσης, "Το τριβείο του χρόνου"








































ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Τα δάνεισα τα χέρια μου
που 'ναι τα χέρια μου;
άλλοι χρωστούν τα πόδια τους
κι άλλοι την κεφαλή τους
γαβγίζουν κρεμασμένοι στάζει φως
δεν το περίμενα ξυράφια δέντρα να μας σκίζουν

Τον χρόνο-πίσσα στα βαγόνια μοιραζόμαστε
δεν ξέρω γράμματα μου λέει ο διπλανός
-Θα γράψεις στην καλή μου; κλαίει νεκρός
που γράμματα δεν ξέρει, που 'ναι νεκρός
                                     και μου μιλά ακόμη

Δεν έχω χέρια πια
               να τον καθησυχάσω





IL PADRE E MORTO
ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ ΤΩΝ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΩΝ

Γυρίζω απ' την κηδεία του πατέρα
έβαλε και μας μοίρασαν
τραγούδια παιδικά
παράξενα αλλοιωμένα
πάνω σε μια κούνια τραγουδά
μικρό παιδί ο ίδιος

η κούνια δεν τρίζει
ο κόσμος γυρίζει
φυτρώνουμε για λίγο

στάχυα -ξερά-
μας κρατούν τα παιδιά
για λίγο στο χέρι

(στο ενδιάμεσο)

περιφέρομαι
σε ετοιμοθάνατων κρεβάτια
τα τελευταία τους λόγια καταγράφω
κουράστηκα, μπερδεύτηκα, άρχισα να φωνάζω:

"Ο επόμενος, ο επόμενος παρακαλώ
να δούμε τι θα μας πει κι αυτός, παρακάτω"

("Την έγνοια του για τη ζωή που φεύγει, καημένε
κι αν φεύγει ξαφνικά την έγνοια του για τους δικούς του")

προετοιμάζομαι, διακριτικά να πεθάνω
σαν άλλος σκύλος του Σελίν
δίχως να παραπονεθώ
και δίχως θέατρο προπάντων
απλά
όπως ο θάνατος συμβαίνει
κι εκεί που το σχεδιάζω
σκοτώνομαι σε ατύχημα
χωρίς ποτέ μου να το μάθω

Παράξενο που σας μιλώ
Παράξενο




Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ

"Σας περίμενα
παρακαλώ περάστε
να προσέχετε
καθώς θα κατεβαίνουμε"

Μιλήσαμε με στίχους
με κίτρινα βεγγαλικά
και περιστέρια-σκύλους
με στίχους του που χάθηκαν
του απαντούσαμε
μας έλεγε δικούς μας
κυρίως τους μελλούμενους
(καταλαβαίναμε πως ήτανε δικοί μας)
Στο τέλος μόνο φάνηκε
πως ήμασταν με τους νεκρούς
πως ήταν πάλι μόνος
πάνω σ' αυτό δυνάμωσε η φωνή του:

"Το ήξερα από την αρχή
μα δεν στεναχωριέμαι
έχω εδώ - να - δίπλα συντροφιά
τον φίλο μου τον ποιητή
τον Dylan Thomas
έρχεται κάθε τόσο να με δει
του ψήνω ελληνικό καφέ
μα δεν μιλάμε"




Πέτρος Γκολίτσης, "Το τριβείο του χρόνου", εκδ. Μανδραγόρας, 2013

Το έργο της φωτογραφίας κοσμεί το εξώφυλλο το βιβλίου και έχει φιλοτεχνηθεί από τον Πέτρο Γκολίτση.

13.10.13

Νικόλας Ευαντινός, "Ενεός..."















Ενεός...

μπροστά στο θαύμα των χελιδονιών


Δεν πιστεύω στις Φλώρες, τις Χλόες και τα γελαστά λιβάδια - ειδικά τα ζωγραφιστά,
τα αιώνια. Η τιμωρία μου; Μια μεγάλη αγκαλιά χελιδονιών βγαίνει μέσα από το μαξι-
λάρι μου, σκίζοντάς το και γραπώνει τον λαιμό μου - κυρίως όταν στέκομαι αναπά-
ντητος της Ομορφιάς, πράγμα που η λογική ονομάζει αϋπνία.

Συστρέφεται λοιπόν τούτη η μαύρη αγκαλιά στο κορμί μου για να με πνίξει. Μόνη
σωτηρία η μη αντίσταση. Χαλαρώνω τα μέλη μου, σφαλίζω τα μάτια και ρουφάω ολό-
κληρη την ουράνια διαδρομή τους, τη σοφία του ενστίκτου τους.

Τότε αρχίζουν όλα τα χελιδόνια του κόσμου, αργά αργά να παίρνουν σάρκα και
φτερά, να εμφανίζονται τριγύρω μου και να πετούν σε ηλεκτρισμένους σχηματισμούς
στον χώρο. Για μια στιγμή, όλα φανερώνονται, για μένα τον ευλογημένο της...στιγμής.

Και φυσικά καμιά χελιδονοφωλιά, στη γεμάτη χελιδόνια κάμαρά μου. Είμαι απλά ένας
σταθμός.







Ενεός...

έξω απ' το κουτάκι


Καθώς έλιωναν στις φλέβες του ξαπλωμένου ζευγαριού όλες οι μεγάλες πρωτεύουσες
της ιστορίας, τα γυμνά τους σώματα έπεφταν από αγράμματα λιβάδια στις αγκάλες
μιας καθαρά μαθηματικής ζωής και μια ανήκουστη ειρήνη συμφωνήθηκε, ενώ οι
σοφοί έξυσαν νευρικά τις καράφλες τους.

Το σόι των ανέμων τύλιγε την πλάση κλώθοντάς της νυφικό, οι πλανήτες έμπαιναν
σαν νότες σε πεντάγραμμο χαμόγελο, το βελανίδι διατηρούσε το άρρητο νόημά του,
τα ζώα μάθαιναν στα μωρά την αθεΐα, ο άνδρας απέτινε τιμές στο θήραμά του, ο χρό-
νος ήταν το παιδί που κοιμόταν πάντα στην ώρα του...
ξαφνικά η γυναίκα δεν αντέχει: "Το παιδί βλέπει όνειρο τον Θεό, ξυπνάει!."

Δεν μπορώ να πω πόσο κράτησε αυτή η μυθολογία των ελεύθερων ανθρώπων, προ-
τού ξαναμπεί ο κόσμος στο κουτάκι της ερμηνείας του Δικαίου.





Νικόλας Ευαντινός, "Ενεός...", εκδ. Μανδραγόρας, 2012.

9.10.13

Γιώργος Δουατζής, "Σχεδίες"



















ΖΩΟΓΟΝΕΣ ΡΙΠΕΣ

Οι ριπές ήταν αδιάλειπτες
με ένα στιγμιαίο σκύψιμο
θα έσωζε την άδεια πια ζωή του
μα το σωτήριο σκύψιμο
θα σκότωνε την περηφάνεια του

Δεν έσκυψε
και οι θανάσιμες ριπές
του χάρισαν ζωή αληθινή
αφού με αυτόν τον τρόπο
πήρε ουσία η ύπαρξή του

Έπειτα
άνοιξε τη μοναδική πόρτα
όπου υπήρχε βήμα
πέρα από το κατώφλι
εκεί που βρίσκονται έφηβες ψυχές
με ίχνη γηρατειών

Όπως ανακαλύπτεις ένα γίγαντα σε παιδικές παλάμες
ή
όπως τρυπούν την κουρτίνα τα χελιδόνια για να φωτίσει
ο άνεμος

Δεν επέτρεψα να του στήσουν ανδριάντα
πάντα σιχαινότανε τις κουτσουλιές...





ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

Τούτη η φεγγαροστιχίδα
το ωραιότερο τραγούδι
στα πιο ερημικά γενέθλια
χρόνια μετά

ή

Σαν τον αυτόχειρα
που με το ένα χέρι βουλώνει το αυτί
μην τον ξεκουφάνει
ο πυροβολισμός στον κρόταφο

ή

Εισπράττουν τη μοναδικότητα
εκείνου που φεύγει
μόνο με τη βεβαιότητα της μη επιστροφής
κι έτσι μακραίνουν οι μικροί τους επικήδειους





ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ

                       Μνήμη Γιάννη Βαρβέρη

Μητέρα φέρε εκείνο το κηροπήγιο είπα κι άρχισα να
γράφω με τα δάχτυλα στο σκοτάδι και τότε πήρε να
μικραίνει ο ίσκιος της ώσπου χάθηκε στο φως διότι τι
σκοτάδι θα ήταν αυτό χωρίς το φως έστω πυγολαμπίδας

κι άρχισαν να με κατακλύζουν οι λέξεις
με σκέπασαν ολόκληρο
αλλά αναπνέω βαθιά
γιατί πάντα με στήριζαν οι λέξεις

σαν εκείνα τα ποιήματα
που ήταν δεκανίκια
για να περάσω απέναντι
μα κάθε πέρασμα
είχε ένα ρέμα πιο βαθύ

Μη μου τα πάρετε φώναξα
βασιλιάδες ή πιερότοι
δεν με διασκεδάζετε
κι έδειξα το μηδενικό στην πλάτη μου

Αυτοί θαρρούσαν ότι έπαιζα με τις λέξεις
δεν κατάλαβαν ότι τα δεκανίκια μου
ήταν τα τεράστια στέρεα γεφύρια
που με πήγαιναν πέρα κι από τους ουρανούς
προς...





Γιώργος Δουατζής, "Σχεδίες", εκδ. ΚΑΠΟΝ, 2012

7.10.13

Απόστολος Θηβαίος, "Αντιλόπες"

Ένα ξεχωριστό ποίημα που μου αφιερώνει ο Απόστολος Θηβαίος.
Αναδημοσίευση από το "λιβάδι" του Τόλη Νικηφόρου. 
Μεγάλη τιμή και ατίθαση, πρωινή χαρά!


Στη Χαρά Ναούμ


Σε όλη την πόλη οι άγριες αντιλόπες αναπηδούν στα 
χαλάσματα. Οι πρώτοι άνθρωποι των καινούριων καιρών 
είναι αντιλόπες. Ελαφριές και ανέστιες μίλια μακριά από 
τις πηγές. Τα απογεύματα ακινητούν στις όχθες του Ιλισσού 
ποταμού. Με τα σφιχτά τους σώματα, οι αντιλόπες της 
δεύτερης χιλιετίας δεν τρέμουν πια τους πυροβολισμούς και 
τα σπασμένα κλαδιά των ιχνηλατών. Περήφανες καλπάζουν 
στην οδό Πανεπιστημίου, με τα σφιχτά σώματα που 
προείπαμε, μυρίζοντας τη θάλασσα και τις καταστροφές. Οι 
αντιλόπες της δεύτερης χιλιετίας έχουν γλαφυρότατα 
μάτια και διατηρούν στο ακέραιο τη δυναμική των 
ξαφνικών εκτινάξεων. Αγαπούν πολύ τις βραδινές 
πεζοπορίες, τους δρυμούς και τους καμπίσιους ορίζοντες. 
Καμιά φορά, με κραυγές, καθώς Σκύθες  σε ύστατες  μάχες 
εισβάλλουν στις αυλές και αρπάζουν τα παιδιά μας. Εκείνες, 
οι αντιλόπες, προετοιμάζουν μεθοδικά και αδιάληπτα τους 
νεαρούς Κενταύρους που θα εξέλθουν από τα νερά μες σε 
συμπλέγματα ερωτικά. Καθώς ο Χριστός της αβύσσου και οι 
ίπποι των πελασγικών ναυαγίων, οι νεαροί Κένταυροι θα 
παραληρούν εμπρός στις εξωφρενικές χαραυγές.




Εδώ μπορείτε να διαβάσετε κι άλλα ποιήματα του Απόστολου Θηβαίου

15.9.13

Παθητικό κάπνισμα

[...]
ΙΙ
Η διπλανή εποχή ταράτσα
λιάζεται ακλόνητη απ' τα
μισοβρεγμένα ρούχα του απλωτού
Το κουρεμένο κεφάλι της γιαγιάς
ράμφος που ανοίγοντας
διακρίνεις σωθικά συρματοπλέγματα
άλλα ακόμη ράμφη μικροσκοπικά
να ερωτεύονται να τραγουδούν

ΙΙΙ
Κι οι άνθρωποι έχουν ράμφη
Όταν τελικώς αποδεχθείς το ανεπανόρθωτο
λες ράμφη άνθρωποι και δε δακρύζεις
Οι άνθρωποι αν ποτέ ήταν πουλιά
σίγουρα θα 'ταν αεροπλάνα
Ποτέ μικρές χαριτωμένες κίσσες
να ορέγονται βελανιδιές βατόμουρα
να τις ορέγονται αρπακτικά

αεροπλάνα θα 'ταν

[...]


Χαρά Ναούμ,"Άγρυπνες Αντιλόπες", Μανδραγόρας 2013.

28.8.13

Ελένη Μαρινάκη, "Ο χρόνος τότε"





















Εις μνήμην

Ι
Να σκεπάσω το πιάτο
με το φαγητό
να σκεπάσω το σώμα σου
που κρυώνει.

Έζησες σε παγερά τοπία
σε διπρόσωπους καιρούς.

Μετρούσες με ακίνητη ματιά
                             τις μέρες
δεν ήξερα τι σκέφτεσαι
δε ρώτησα ποτέ μου αν πονάς.

Σε μια γωνιά του δωματίου
εδίπλωνες τα χέρια σου
γινόσουνα σκιά κατά το βράδυ.

Τώρα σε άλλο σπίτι
βόλεψες το κορμάκι σου
και δε θα μάθω ποτέ πια
πως λέγεται στη γλώσσα σου
                             η αγάπη
πόσες φορές με κοίταξες κρυφά.

ΙΙ
Ξένος ήσουν στο σπίτι μας·
ξένη κι εγώ για σένα.

Μόνο κατά το τέλος των βροχών
όταν ανοίγανε τα γιασεμιά
έκοβες μικρά άνθη
και μου τα χάριζες, πατέρα.

Μπορεί και να με είχες αγαπήσει.

                                    Μάιος 2009



Στην κόψη


Η μοναξιά κύκλος κλειστός
πηγάδι στην αυλή με τα μαχαίρια
σκάλα που κατεβαίνει στο βυθό.

Φυσά έν' ανοιχτόχρωμο σκοτάδι
σαξόφωνο που ρίγησε
κίτρινη γύρη τ' ουρανού.

Βουίζει η λαγκαδιά πνιγμένο ζώο.

Τα βράδια χάνομα νωρίς
τρέμω στο βάθος αγωνία
διπλώνω πόνους στο σχοινί.
Κουκούλι επωάζω μνήμες
ταξίδια χάρτινα φτερά
παγιδευμένες πεταλούδες.

Μετρώ τις υποθηκευμένες μέρες
τα στίγματα στα χέρια μου·

κι όλο σκουραίνει ο ουρανός.

                    Αύγουστος 2010




Ταχυδακτυλουργός


Δύσκολο πέταγμα η ποίηση
κι εγώ δεν άφηνα να ανοίξουν
                       τα φτερά μου.

Κρατούσα σκορπισμένα φύλλα
λαγούς μικρούς μες στο σαλόνι μου.

Έπαιζε μόνη της η μπάντα,
στις επετείους άνοιγα δειλά
                         τα μάτια
χωράφια με ελιές σκίαζαν
                         το καπέλο μου
μια κούνια με παρέδινε στο χάος.

Έτσι, με ψίχουλα μεγάλωνα
κάνοντας ακροβατικά
κέρδιζα το ψωμί μου.

Γι' αυτό φοβάμαι από τότε
                                 τις ευθείες
το τέλος του ορίζοντα
το γρήγορο ξεθώριασμα του άσπρου.

Τώρα, σε γέφυρες κουρνιάζω
σε ξεραμένους ποταμούς.

Να 'χω κι εγώ
ένα δικό μου τίποτα.

                          Αύγουστος 2009


Ελένη Μαρινάκη, Ο χρόνος τότε, Γαβριηλίδης 2013.

artwork: Oskar Kokoschka

23.8.13

dreaming in the mist...















Ο αγαπημένος φίλος και ποιητής, Τόλης Νικηφόρου, με ανθολογεί αυτές τις μέρες
στο Λιβάδι. Τι πιο γλυκό και παιχνιδιάρικο για μερικές εντός μου άγρυπνες και ατίθασες αντιλόπες; Υπέροχο να τρέχεις σε ένα λιβάδι. Ιδίως όταν είναι κατάφυτο, γεμάτο ποιήματα και όμορφους ανθρώπους.
Να προσθέσω ότι είναι η δεύτερη φορά που ο Τόλης με φιλοξενεί στην ανθολογία του. Τον ευχαριστώ θερμά γι' αυτό και του στέλνω την αγάπη μου και από εδώ.

30.7.13

ΆΓΡΥΠΝΕΣ ΑΝΤΙΛΟΠΕΣ
















Μόλις πριν μια βδομάδα περίπου κυκλοφόρησε το πρώτο μου ποιητικό βιβλίο.
Περιλαμβάνει 41 ποιήματα τα οποία γράφτηκαν κατά την περίοδο 2010-2013 (κάποια από αυτά αναρτήθηκαν κατά καιρούς στο παρόν ιστολόγιο). Πρόκειται για ποιήματα που αγαπώ και αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σας μέσα από την καλαίσθητη έκδοση του Μανδραγόρα.


Από το site της Πολιτείας:

"ΕΣ ΑΕΙ"

Κι όποτε πότισα εκείνο το τριαντάφυλλο
ποτίστηκαν μαζί
οι εσταυρωμένοι
Κάτω απ' το περβάζι μου

Γιατί τι άλλο είναι τα ποιήματα
Από χιλιάδες χέρια
που τεντώνονται αιμόφυρτα
από λουλούδι σε λουλούδι

(Από την έκδοση)



Για παραγγελία εδώ: Πολιτεία

Και εδώ, "στα πεταχτά", ένα όμορφο άρθρο του φίλου και πολύ καλού ποιητή Βαγγέλη Κακατσάκη στα Χανιώτικα Νέα. Τον ευχαριστώ ολόψυχα.

Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού σε όλους και όλες!

19.6.13

Βάγια Κάλφα - Απλά πράγματα

















ΣΠΟΥΔΗ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΤΟΥ
D. G. FRIEDRICH "MONK BY THE SEA"

Είσαι το μόνο κάθετο
Στοιχείο του πίνακα:
       Μια λωρίδα γη
       Μια θάλασσα
       Ουρανός
Κι εσύ
Μπροστά στη σημαία του κόσμου
Που την ταράζει ο αέρας
       Υπερασπίζεσαι
_________________________________________

ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑ

Μπήκες μέσα
Μυτερά πρόσωπα
Μυτερά δάχτυλα
Γρατσουνούσαν το φως

Σου υπέδειξαν μια θέση να καθίσεις
-Φανερό πως πήραν το ρόλο
Σοβαρά- κι άρχισαν να σε ρωτάνε
Επιμένοντας σε προϋπηρεσία
Και κίνητρα το ταγέρ σου
Ατσαλάκωτο, σταυροπόδι θρυλικό
Δαχτυλίδι σοβαρότητας

Κι όπως μιλούσες
-Περί σταθερότητας και οργάνωσης
Τα έλεγες καλά-
Ακολούθησες το βλέμμα τους

Στα παπούτσια σου
Τα αφερέγγυα
Πόδια

Ποιητή
_________________________________________





















ΌΤΑΝ ΚΟΙΤΑΖΩ

Όταν κοιτάζω
Έξω απ' το τζάμι
Σημαδεύοντας
Πέτρινες στέγες
Μυστικές διαδρομές
Κλαδιών και στενών
Καρέ καθαρών ουρανών
Μ' ένα βλέμμα δραπέτη

Το κρεβάτι στενεύει - τα φτερά δε βολεύονται -
Και το χέρι σου
Μου δυσκολεύει τον ύπνο - τραβήξου

Η κοιλιά που κάνει
Άβολους ήχους
Είναι ένας φόβος πως
Γίνεσαι ανθρώπινος
_________________________________________

ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ

Όταν βραδιάζουμε
Και γινόμαστε γονείς μέσα στις έγνοιες
Κι εγώ προσποιούμαι
Πως δεν έχω καμπύλες
Και φοράω τα γυαλιά μου
Ανάβοντας και σβήνοντας
Το πορτατίφ
Δείχνοντάς σου πόσο μοιάζουμε
Αστείοι - τόση κουλτούρα!

Ψάχνω διαγωνίως των λέξεων
Κάτω απ' τα σκεπάσματα
Που στάζουν
Τους γερούς μηρούς σου
Μ' ένα χέρι

Όλο απρέπεια
_________________________________________























ΜΙΚΡΟΠΡΕΠΕΙΑ

Μην περιμένεις να σε νιώσω
Η αγάπη που ξέρω εγώ
Είναι σκληρή: σε θέλει στη βροχή
Κι όχι με τριπλό πανωφόρι
Δε νοιάζεται τι συνέβη στη μέρα
Με ποιον μάλωσες
Πόσες ώρες ταξίδευες
Δε θέλει να βλέπει
Κούραση επάνω σου
Ή απροσεξία
Και στον εκνευρισμό σου
Απαντά με οργή - όχι, όχι
Καθόλου μητρική δεν
Είναι η δική μου αγάπη

Δεν αρκείται
Στα μαντέματα, δεν είναι απαλή
Απόλυτη, απαιτεί
Όλο σε θέλει
Κι αν δεν είσαι μαζί της
Μέχρι θανάτου σε θέλει

Δυστυχή
_________________________________________

ΣΟΒΑΡΟΤΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Αυτοί που μπαίνουν λιγότερο πρόθυμα
Στη μάχη
Περισσότερο απρόθυμα θα βγουν
Εκστασιάζονται
Καταστρώνουν
Ξαγρυπνούν
Πάνω από χάρτες
Στους αρμούς
Της πιο τέλειας άμυνας
Ψάχνουν ρωγμές

Θα ζητήσουν να μάθουν
Πώς λειτουργούν τα όπλα, οι πολιορκητικοί κριοί
Θα σας ζαλίσουν πάνω κάτω
Και δε θα πάψουν μέχρι να πέσετε

Γι' αυτό σας λέω
Μην τους προκαλείτε
Αν δεν υπάρχει

Σοβαρότατος λόγος
_________________________________________

ΑΝΗΣΥΧΟ

Αυτό το χέρι
Που τώρα περνάει
Νηφάλια τους τόνους
Και ισόποσα
Μοιράζει το
Μελάνι στα
Γράμματα
Απόψε τιμά
Την κλασική του παιδεία

Στις αρετές των αρχαίων Ελλήνων
Και τη διαύγεια
Των μαθηματικών
Εμπιστεύεται
Τη μεθοδική ύπαρξή του
Στα συγγράμματα
Των φυσιοκρατών
Και των μεγάλων Ρομαντικών
Την υπεράσπιση της αργίας του

Κι είναι το ίδιο
Που θυμάται
Τη μυρωδιά του ιδρώτα σου
Κι οι παλάμες του

Ανοίγουν
_________________________________________


Βάγια Κάλφα, Απλά πράγματα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2012.


art by Caspar David Friedrich

17.6.13

Αντιγόνη Βουτσινά - Το λάθος ποίημα
















art by Ossip Zadkine



ωραίες βλέψεις

Να είναι νύχτα
με καμένες τις λάμπες των εθνικών οδών.
Ο ηλεκτρολόγος της πόλης να ξεκουράζει τα δάχτυλά του
κι εγώ
να πάρω την ξύλινη σκάλα του απέναντι διαμερίσματος
ν' ανέβω
να βιδώσω το φεγγάρι σε πανσέληνο,
έλεγα

κι είχα τα δάχτυλα
μουσκίδι στο πιοτό.
_________________________________________

τρι(α)μελής οικογένεια

Ο πατέρας,
ζωντανό αλεξικέραυνο στη θλίψη.
Η μητέρα,
άκακος κεραυνός.
Οι δυο μαζί·

ηλεκτροφόρες λύπες
που δεν έπιασε το αλεξικέραυνο.

Ανεβείτε τώρα στην ταράτσα
       
                                να δείτε το καμένο σας παιδί.
_________________________________________

ανατροφή

Λείπω
Λείπεις
Λύπη

Οικόσιτο ρήμα.
Το είχε δέσει η μάνα
μ' ένα λουρί από το πόδι μου
για να μου κάνει συντροφιά όταν εκείνη
λύπη.
Ξέρω καλά τους χρόνους του και τις συνήθειές του.
Καμιά φορά,
στο τρίτο πρόσωπο βγάζει τη μάσκα
και απλώνεται
με ήττα.

(Εκτός κι αν κάτι
δεν έμαθα καλά.
Από παιδί.)
_________________________________________

η αλκοολική μοδίστρα του ουρανού

Δεν μπορώ να δω τα πουλιά.
Αντικρίζοντάς τα,
βλέπω τις μαύρες κόπιτσες του ουρανού
που συγκρατούν τα τραύματά του.

Μετά, έρχεται το απόγευμα
κι η ράφτρα του πόνου πίνει τόσο πολύ
που αρχίζουν να τρέμουν τα χέρια της,
χάνει τις κόπιτσες
και αφήνει ακάλυπτο
για λίγο
το δέρμα του ουρανού.

Τότε, από εκεί
εγώ κοιτάζω την πληγή
κι εσείς το ηλιοβασίλεμα.
_________________________________________

ο κηπουρός

Πίστεψε τόσο πολύ στους φανοστάτες
που ένα βράδυ
τους είδε να ανθίζουν.

Ή μήπως
να φωτίζουν;

Αυτή τη λεπτομέρεια, βλέπετε,
δεν την θυμάται
αλλά τι σημασία έχει
αφού αυτός ανέκαθεν
ήθελε να 'ναι
κηπουρός.
_________________________________________

οι αριθμοί

"Μάθε επιτέλους να μετράς",
από παιδί του φώναζε ο πατέρας
κι αυτός προσπαθούσε τόσο
που όταν ο πατέρας πέθανε
έσκυψε πάνω απ' το φέρετρο
και του 'πε:
"Πέθανες στις τρεις και τέταρτο ακριβώς.
Ζύγιζες εβδομήντα έξι κιλά.
Ως ώρας έκλαψα δώδεκα λίτρα δάκρυ.
Απέχεις τετρακόσια είκοσι μέτρα από το μνήμα.
Σου έφεραν εξακόσια δεκαοχτώ τριαντάφυλλα.
Είδες πατέρα; Τα υπολόγισα όλα".
και τον κοίταξε για τελευταία φορά.
Με μια λύπη

αμέτρητη.
_________________________________________

η βοή

Προσοχή.
Σπίτι
ακατάλληλο προς ενοικίαση.
Εντός του,
τραίνο
διάγει
βίον εσπερινόν.
_________________________________________

χειροποίητη μητρότητα

Μια μέρα,
μη θέλοντας άλλο να διαφέρει,
έραψε στην κοιλιά της
την πάνινη κούκλα
των παιδικών της χρόνων.
"Φοβήθηκα
μη μείνουμε στο τέλος
οι δυο μας", της είπε
και τράβηξε

την τελευταία κλωστή.
_________________________________________

μοναχοπαίδι

Υπάρχει μια εκδοχή του μύθου
όπου η αντιγόνη
βιώνει την ίδια ακριβώς ιστορία
επειδή κάποιος
έκοψε απ' τον άσπρο της μαντρότοιχο
κι άφησε στην άσφαλτο
νεκρό
και άταφο

ένα κλωνάρι γιασεμί.
_________________________________________

μάνα

η λέξη αυτή
ποτέ δεν μπήκε σε ενεστώτα
Παρά μόνο όταν
ήρθε Εκείνος.

Ο κίτρινος Παρατατικός.

Και τώρα παρακαλώ,
κάποιος
ν' ανάψει τα φώτα
μες στο ποίημα.
_________________________________________



Αντιγόνη Βουτσινά, Το λάθος ποίημα, εκδ. Μελάνι, 2012.

16.6.13

Πουκάμισο































Έχω τη γνώση των δαχτύλων
που περπατούν 
που γονατίζουν στο τραπέζι 
Έχω τη γνώση του ανεξήγητου γκρεμού 

Ξέρω τι πάει να πει 
χέρι γυμνό 
και χέρι κουμπωμένο ως το λαιμό


Vakxikon
art by Frank Auerbach

5.6.13

Paul Celan, "Γλωσσικό πλέγμα"



Κάτω από έναν πίνακα


Κυματιστό σιτάρι με σμήνη από κοράκια να πετούν
από πάνω του.
Τίνος ουρανού είναι το γαλάζιο; Του επάνω; Του
κάτω;
Αργοπορημένο βέλος, σαϊτεμένο από την ψυχή.
Δυναμώνει το φτεροκόπημα. Πλησιάζει η
πυράκτωση. Οι δύο κόσμοι.
_________________________________________

Σήμερα και αύριο


Έτσι στέκομαι, πετρωμένος, στον
μακρινό τόπο, όπου σε οδήγησα:

Διαβρωμένες
από τη βροχή της άμμου οι δυο
κόγχες στην κάτω παρυφή του μετώπου.
Σκοτάδι αποκαλύπτεται
εντός.

Καταθρυμματισμένο
από σφυριά που σείονταν σιωπηλά
το σημείο,
όπου με άγγιξε το φτερωτό μάτι.

Πιο πίσω,
σφηνωμένο στον τοίχο,
το σκαλί,
πάνω του κάθεται η ανάμνηση.

Προς τα δω
στάζει, φορτωμένη με δώρα της νύχτας,
μια φωνή,
απ' όπου αντλείς για να πιεις.
_________________________________________

Γλωσσικό πλέγμα


Μάτι ολοστρόγγυλο ανάμεσα στις ράβδους.

Αχνόφωτο ζώο το βλέφαρο
κωπηλατεί προς τα πάνω
αφήνει ένα βλέμμα να πλανηθεί ελεύθερο.

Ίρις, κολυμβήτρια, ονειροστερημένη και θλιμμένη:
Ο ουρανός, γκρίζος σαν την καρδιά, πρέπει να
είναι κοντά.

Λοξά, στο σιδηρό στόμιο
η καπνισμένη σχίζα.
Από την ευαισθησία στο φως
μαντεύεις την ψυχή.

(Αν ήμουν σαν κι εσένα. Αν ήσουν σαν κι εμένα.
Δεν στεκόμασταν
κάτω από τον ίδιο αληγή άνεμο;
Είμαστε ξένοι.)

Οι λίθινες πλάκες. Επάνω τους,
κολλητά ο ένας με τον άλλο, οι δύο
νερόλακκοι, γκρίζοι σαν την καρδιά:
δυο
μπουκιές σιωπής.
_________________________________________

Κολώνια Am Hof


Χρόνος καρδιάς, τα πλάσματα
του ονείρου συμβολίζουν
τα ψηφία του μεσονυκτίου.

Κάποιο μιλούσε στη σιωπή, κάποιο σώπαινε,
κάποιο τραβούσε το δρόμο του.
Εξόριστα και Χαμένα
είχαν γυρίσει στο σπίτι.

Εσείς καθεδρικοί.

Εσείς καθεδρικοί αθέατοι,
εσείς ποτάμια ανάκουστα,
εσείς ρολόγια βαθιά μέσα μας.
_________________________________________

Ένα χέρι


Το τραπέζι, από ωρολόγιο ξύλο, με
το πιάτο γεμάτο ρύζι και το κρασί.
Σιωπούμε,
τρώμε, πίνουμε.

Ένα χέρι, που το φίλησα,
φωτίζει τα στόματα.
_________________________________________

ΈΝΑ ξύλινο αστέρι, γαλάζιο,
φτιαγμένο από μικρούς ρόμβους. Σήμερα, από
το πιο νεαρό μας χέρι.

Η λέξη, ενώ
τινάζεις το αλάτι από τη νύχτα, το βλέμμα
ψάχνει ξανά το αντήλιο:

-Ένα αστέρι, βάλε το,
βάλε το αστέρι μέσα στη νύχτα.

(-Στη δική μου, στη
δική μου.)
_________________________________________

Paul Celan, Γλωσσικό Πλέγμα, μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Άγρα 2012.


31.5.13

Έλενα Πολυγένη - 7 ποιήματα



Για να τελειώνουμε μ' αυτή την υπόθεση

Όχι εμένα, όχι το πρόσωπό
Μου, όχι αυτό που κρύβεται κάτω
Απ' το πουκάμισο.
Μιλάω κι ας ξέρω ότι η φωνή
Θα πνιγεί μες στα ψυγεία που
Παγώνουν τα σφαγμένα
ζώα

Υπάρχει δεν υπάρχει, τι με ενδιαφέρει.

Έτσι στο βρόντο κουνάω τα χέρια προς
Τον ουρανό.
Τι όμορφα που είναι τ' αγγελούδια
Σκοτωμένα
Με τα θλιμμένα μάτια τους, να μας κοιτούν.

***

Το βλέμμα επάνω μου

Παρατηρώ μόνον εσάς- τίποτ' άλλο.
Παρατηρώ τα χέρια σας
-κόβουν στα δυο την προσπάθεια.
Παρατηρώ το στόμα σας
-επαναλαμβάνει ηδονικά το ίδιο μοτίβο.
Η γλώσσα ενδιαμέσως
Διαμαρτύρεται ζητώντας φιλί.
Πόσο μακριά φαντάζει η πόλη.

***

Αιφνιδιασμός

Το έργο τέχνης θα σε περιμένει στη γωνία
με μια σφαίρα πίσω απ' το μάτι του
τότε θα είναι επικίνδυνο
να το κοιτάξεις, γιατί
ξέρεις καλά πως επάνω του κρέμεται
Η γύμνια σου, η απαρχή της καταδίκης
ολόκληρου του κόσμου
κι ένα μικρό σαπισμένο
καραβάκι
που θα μπορούσε να το λένε
Έρωτα.

***

Άνθρωπος για καμιά δουλειά

Δε μπορώ να γράψω ποιήματα.
Φταίνε τα χέρια μου που τρέμουν ή φταίει
Το μισοσκόταδο ή το ζαβό
Το ριζικό μου.
Κύριε ελέησόν με.
Αφημένη παράλογα μέσα σε κάτι που
Δε γνωρίζω τι είναι
Καταρρέω και επανέρχομαι
Ολοένα πιο κουρασμένη.
Τα πάντα ακουμπούν επάνω μου νιώθω το
Βάρος τους να με παραλύει
Επιστρατεύω τη θέλησή μου
Και κάποια εγχειρίδια ψυχολογίας
Πηγαίνω πάνω κάτω, φτιάχνω
Καφέ ξαναφτιάχνω
Η ζωή του Ζ. Π. Σαρτρ με κυνηγάει
Ανελέητα θέλω κόσμο θέλω έρωτα δόξα
Αγώνες θέλω να λέω ΟΧΙ να με
Συντροφεύουν
Αγαπημένοι βάσει προγράμματος θέλω
Προσωπικότητα.

Δε μπορώ να γράψω ποιήματα
Αλλά το τραγικό είναι πως δε μπορώ να
Καθαρίσω μια πατάτα.


[Η θλίψη μου είναι μια γυναίκα, (.poema..) εκδόσεις, 2012.]

______________________________________

απειλή

Σα σκιάχτρο στέκομαι πάνω απ' τα όνειρά σας
Βάζω τα ρούχα μου να γέρνουν παλαβά
Τραβηγμένα να χάσκουν από χίλιες μεριές
Να ορίζουν την καρδιά σας
Σκοτώνετε την ώρα που σας έδωσα

Γιατί δεν τρομάζετε;


[Γράμματα σε μαυροπίνακα, Δωδώνη 2009]

______________________________________


Το παιχνίδι

Μικρό αλογάκι με τα ξύλινα μάτια
Δε μπορείς να βρεις την αγάπη σου
Κι η καρδιά μέσα σου χτυπάει
   Χτυπάει.


Αχ, καημένο ξύλινο αλογάκι.
Ο αναβάτης σου ήταν ένα παιδί.
Οι κούκλες στο δωμάτιο
Μιλούσαν μόνο για τα
   Φορέματα
Και τα μαλλιά τους.
Κανείς μεγάλος δε σ' έπαιρνε
  Στα σοβαρά.
Όλοι γελούσαν με το αυτιστικό σου
   Κούνημα
Πίσω-μπρος, πίσω-μπρος
Πήγαινε η ζωή σου.


Γελούσαν, αλλά εσύ ήξερες
  Την αλήθεια.


Τα βλέφαρά τους ανοιγοκλείνουν
Οι σκιές τους πηγαινοέρχονται
Τα παράθυρα υποφέρουν
Οι στάχτες εκπλήσσονται
Οι στάχτες εκπλήσσονται.



Παραπονεμένο αλογάκι
Η φωτιά μέσα σου
Θα τους κάψει όλους



(.poema..)
______________________________________

Νυχτερινό δρομολόγιο

Διάσπαρτα πλάσματα, παραπαίοντα
στις ουρές, στα συσσίτια, έξω
απ' τα νοσοκομεία.
Κάποιος μου δείχνει ένα
κίτρινο λουλούδι
μόλις έχει ανοίξει τα πέταλά του
η θέα του γεννά
ακόμα περισσότερη θλίψη.

Έξω από την εικόνα,
προχωρούν άφθαρτα πρόσωπα
δε μπαίνουν στον πίνακα
προσεκτικά βαδίζουν στην άκρη του
φωτογραφίζονται με τα χελιδόνια.

Εξευγενισμένα δάχτυλα, διατρέχουν
Με ηρεμία τις πτυχώσεις του παλτού
Τινάζονται στον αέρα, δείχνουν
Τα ψηλά κτήρια.

Περπατούν παράλληλα
Αλληλοασπάζονται
Η καλοσύνη τους φέρει κάτι
Το ανήκουστα απάνθρωπο.


[Μανδραγόρας, τ.48, Μάιος 2013.]