31.10.12

"είμαι μια μουσική, ατελής και ζωντανή• γράφω την ιστορία του γλύπτη. να μην παγώσει μες στο χρόνο." Ευτυχία Παναγιώτου



η Μαρκ Ρόθκο βάφει έναν πίνακα μπλε


χάραξα σ' ένα φύλλο "αγαπώ"
γυμνή πάντα, μια μοναχή η λέξη
"τώρα θα ζήσω", είπα
με μέλλον εύθραυστο, επίφοβο
"μαμά", ψέλλισα, "είσαι στ' αλήθεια εσύ;"
πορτρέτο ο πόθος στο προσκέφαλο
με στόμα σκύλας έσκουζα στην άδεια κλινική
σπαταλημένα τα φωνήεντα, ηχώ της οχληρή
είπα τις σκιές, είπα τους ανθρώπους - φοβάμαι.
τίμιο, τρομακτικό· μα μια παραδοχή
πλασμένη από πατέρα είμαι, από γιατρό και από ψάλτη.

κούκλα γενναία, βαστάει κάποιον ανδρισμό.
το χέρι που την περιτύλιγε, το χέρι που την έπνιγε
είχα κάτι αλλόκοτο, δέρμα πλαστικό.
ο ουρανός λοιπόν·
ο ουρανός είναι μαβής, κι εγώ τον μελετώ.
μέσα της κλαίει σαβανωμένο ένα μωρό μικρό

τούτο ήταν το πρόσωπο,
τούτα ήταν τα στήθια και τούτη η κοιλιά.
τοτέμ τοτέμ τοτεμισμός
χρυσό το σώμα βάφω, μες στα κόκαλά του κολυμπώ.
της αγάπης τα χρώματα τρίζουν
ένας κλόουν δεν ανήκει εδώ
πετάει τις ζωγραφιές μου μες στον πιτσιλισμένο του ωκεανό.

όλες του κόσμου οι αγιογραφίες
και του ανθρώπου όλες οι ευεργεσίες,
φύλλα που ταξιδεύουν στον μπλε ουρανό

κι εγώ να χασκογελώ.




Ευτυχία Παναγιώτου, "Μαύρη Μωραλίνα", Κέδρος, 2010.









































6.10.12

Xαριτίνη Ξύδη - Νοσταλγικό


Στην πραγματικότητα είχα μαντέψει
τη ζωή σου πολύ πριν την καταθέσεις.
Σχεδόν πριν σε συναντήσω.
Ήξερα τι έκανες παιδί,
πόσο φωτίζονταν το πρόσωπό σου
όταν μέτραγες τ’ αστέρια στις σκεπές.
Πώς επέμεναν τ’ αγκάθια κρυμμένα στο
σκοτάδι της πληγής και στο φέγγος της.
Ήξερα τι σ’ έκανε να τρέχεις στο λεμονοδάσος
και να γελάς βυθισμένος
στο χρυσό σωρό του σταριού.
Τι σ’ έκανε ανεπανόρθωτα να κλαις.
Ήξερα τις Δευτέρες… η πίστη σου χώραγε
σ’ ένα παλιό φθαρμένο πουκάμισο.
Γινόσουν τόσο κοντινός…σαν τον παλμό του τσιγάρου μου.
Και τα Σάββατα μακρινά από τη στάχτη
μια άλλη ακτή μια άλλη απόσταση
απ’ ό,τι μίσησες και σ’ αγάπησε.




Σε φέρνω μπροστά στα μάτια και σε κοιτάζω.
Χωρίς εξομολογήσεις. Χωρίς παρηγοριές.
Και σ’ εγκαταλείπω σ’ ένα μερίδιο αρχαίας φτώχειας
όπως νόθο παιδί και όπως τον ξένο.




Και τώρα ξέρω. Θες να ‘ρθεις να με κρατήσεις
από το χέρι και σιγανά να βαδίσουμε έξω από
το πελώριο ευνουχισμένο σύμπαν.




πηγή















4.10.12

Τόλης Νικηφόρου- για πάντα


ένα ανοιξιάτικο λουλούδι
μέσα από τη σχισμή του βράχου
μία παρήγορη
μια συγκινητική ψευδαίσθηση
πάνω απ’ την άβυσσο

το ξέπνοο θήραμα
όταν για λίγο
αναζητά τη θαλπωρή
σε καταφύγιο μυστικό

όταν σ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι
χωράει η θάλασσα
στα μάτια σου ο ουρανός
και στην καρδιά το πεπρωμένο

όταν τον θάνατο η αγάπη
σε επιτύμβια στήλη υπερβαίνει

χαμογελάνε μελαγχολικά οι θεοί
μες στην ομίχλη
σαν να ζητάνε εκείνοι
τη δική μας επιείκεια



δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, τεύχ. 13, Σεπτ. - Οκτ. 2012
στο Αφιέρωμα για τη Λογοτεχνία της θεσσαλονίκης 













































3.10.12

Tζούλια Φορτούνη - μωβ στιγμές



Θα γράφω τις νύχτες

θα γράφω τις νύχτες
δίχως μελάνι
μες στις κραυγές αυτού του κόσμου
όταν στο δάσος
θ΄ απλώνεται πηχτό σκοτάδι

θα γράφω τις νύχτες
σ΄ ένα ξέφωτο
κοντά σε μια πηγή
που θ’ αναβλύζει δροσερό νερό

και θα μαζεύονται κοντά μου
όλες οι λέξεις
όλα τ΄ αγρίμια
να πιουν να ξεδιψάσουν

εκεί αν θες
μπορείς να με συναντήσεις
με τις αιχμές του γέλιου σου
ν΄ αγγίξεις τους μικρούς ελέφαντες
την ώρα που σκύβουν
στην παλάμη μου

να τους εξημερώσεις

θα γράφω τις νύχτες
για ένα δειλινό  στη Ζιμπάμπουε
πάνω από την κρεμαστή γέφυρα
και τις χρωματιστές ομπρέλες

γύρω μου χιλιάδες
ουράνια τόξα θα εκλιπαρούν
την αιωνιότητα



Αν

Θα μπορούσα να σ΄ είχα αγαπήσει πολύ
Αν δεν είχες  μέσα στο στομάχι σου
Μασημένα φτερά από πουλιά

Αν δεν τριγυρνούσες τα βράδια
Κρυφά με σφενδόνα
Αν δεν σκότωνες όλα τα νεαρά ορτύκια
Αν δεν έστηνες ξόβεργες στις πέρδικες
Ίσως και να σ΄ αγαπούσα πολύ
Αν έτρωγες μόνο ρίζες και τρυφερούς βλαστούς
Αν με αίμα δεν έπνιγες την μικρή καρδερίνα
Που σου κελαηδούσε κάθε πρωί
Μέσα στο κλουβί

Αν κυνηγός δεν ήσουν
Με την κάννη στραμμένη στο κούτελο
Της πιο γλυκιάς μου αυταπάτης



Κλίμα τροπικό

Ακίνητη εγώ
Εσύ χαράζεις κύκλους
Με σκαλιστό μπαστούνι
Γύρω μου
Σε οροπέδιο πρέπει να βρισκόμαστε
Αφού ο ορίζοντας ξαφνικά βυθίζεται

Ιαχές πολέμου
Ανάσες γέννας
Τεράστια η μαγκνόλια
Όλα υπερμεγέθη
Υπερφυσικά
Σε τούτη τη γη

Εγώ ακίνητη πάντα
Στο κέντρο των κύκλων σου
Καταπίνω τον ορίζοντα
Γεννάω μικρές χρυσαλλίδες
Ο μάγος της φυλής μου
Εσύ με ξόρκια μυστικά
Επωάζεις τα κουκούλια

Πέφτω σε λήθαργο
Ξυπνάω μεταξωτή  

Τριγύρω μισές πεταλούδες
Συνουσιάζονται
Γίνονται ολόκληρες
Υγρή η βραδιά ερωτική
Κλίμα απολύτως τροπικό




Στιγμή

καμιά στιγμή
δεν είναι κανενός

κι ας διαλέγουμε με έκσταση
το χρώμα και το φόντο

κανείς δεν ορίζει
τη διάρκεια
και την ένταση

κανένα μοιρογνωμόνιο δε μετράει
τη γωνία πρόσπτωσής της
στο χρόνο

τη διάμετρο της αλήθειας της
αν κύκλος είναι

κι αν είναι ευθεία
γονάτισε μπροστά της
με δέος
στο άπειρό της



In Vitro

Από εδώ και πέρα
Θα ζω μέσα στην ένδεια των πραγμάτων
Στις μικρές λεπτομέρειες
Στην ενδοχώρα της αλήθειας
Αυτής που δεν αντέχουν τα επίγεια

Σε ΚΣ δοκιμαστικού σωλήνα
Σαν σε πείραμα μοριακής αντίδρασης
Εξάτμιση στερεών αναμνήσεων
Ρολόι λιωμένο σε πίνακα του Νταλί
Κυδώνι που μαραγκιάζει σε θρακιώτικο

In vitro  θα ζήσω
Από εδώ και πέρα




Οι φίλοι μου

…όλοι έγιναν παγόνια
με πολύχρωμα φτερά
φωνές μεταλλικές
συχνάζουν τώρα σ' ένα τεράστιο σπίτι
δίχως πόρτες και παράθυρα
χαμόγελα ανταλλάσσουν
καλάθια με φρούτα εποχής

παίζουν κρυφτό πίσω από τοίχους
κανείς δεν τα φυλάει
κανείς δεν φαίνεται

κανείς δεν χάνει

κάποια ρωγμή στον τοίχο όμως
τους φανερώνει πού και πού
φανερώνει πούπουλα και φτερά σπασμένα

οι φίλοι μου είναι πουλιά βιαστικά  
όταν αποδημούν
έρημη απομένει  η φωλιά τους
μια αγκαλιά ξερόκλαδα στα χέρια μου
τα αυγά τους και η μνήμη τους





Εκτός εποχής

φόρεσα βιαστικά το παλτό
πάνω από τη νυχτικιά
και κατέβηκα από τις σκάλες
στην είσοδο της πολυκατοικίας
με περίμενε ο ταχυδρόμος
έλα μαζί μου είπε
συστημένο από το χτες

ο φάκελος είχε πάνω έναν μικρό σκιέρ
τον ακολούθησα και γλίστρησα στο μέλλον
σε είδα να κάθεσαι στον παγωμένο θρόνο σου
να με καλείς για απολογία

μα ήμουν δακρυσμένη κι  αχτένιστη
και επιπλέον το κόκκινο παλτό μου
ήταν ήδη εκτός εποχής





Μωβ στιγμές

2.10.12

Αλέξης Αντωνόπουλος, "Αλίκη"





Για να ξυπνήσει η Αλίκη


έπρεπε πρώτα να καταλάβει.

Πως όλοι οι εχθροί της

οι επικριτές της

δεν ήταν παρά τραπουλόχαρτα.